Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Part 2


Θέμα 3ο
Η ξενιτιά στο χωριό μας και στο Ζαγόρι
                   
Ανάθεμα σε ξενιτιά
όσα καλά και αν φέρνεις
μας παίρνεις τα παιδάκια μας
και πίσω δεν τα φέρνεις.
Γύρω στα 1600 άρχισαν να ξενιτεύονται οι Ζαγορίσιοι πρώτα σαν «βοϊνίκιδες -εργάτες στους στάβλους του Σουλτάνου -στην Κων/πολη για να ξεπληρώσουν το κεφαλικό φόρο που χρωστούσαν.
Πολλοί από αυτούς μετά έμειναν μόνιμα εκεί, πώς να ζήσουν στο χωριό τους; και έκαναν κάποια δική τους δουλειά, μετά πήραν και τους δικούς τους.     
Έτσι ξεκίνησε η ξενιτιά στο χωριό μας και στο Ζαγόρι.  
Οι Ζαγορίσιοι ξενιτεύονταν σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, από την Αίγυπτο και τη Μικρά Ασία, ως τη Ρουμανία τη Ρωσία την Ιταλία και την Αυστρία.
Η ξενιτιά ήταν, όπως ανέφερα και σε κάποιο άλλο μέρος της εργασίας μου, ο δεύτερος άξονας ανάπτυξης του Ζαγοριού, μαζί με τα προνόμια και την τοπική αυτοδιοίκηση.
Αυτή έφερε τον πλούτο  στο Ζαγόρι και τις νέες ιδέες.
 Ήταν αποτέλεσμα  των συνθηκών διαβίωσης στο χωριό μας και στο Ζαγόρι, τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Ήρθαν να κατοικήσουν σε μέρη απομονωμένα, άγονα, μακριά από μεγάλες πόλεις, να χαθούν στα παλιοβούνια, στο Βραδέτο, στη Λάϊστα, στο Κουκούλι αφού δεν μπορούσαν να πληρώσουν το χαράτσι, τον κεφαλικό φόρο  που τους βάζαν στους κάμπους.
 Στα παλιοβούνια ποιος θα τους έβρισκε:
  Άρχισαν λοιπόν να δουλεύουν εκεί.
 Στην αρχή  κάναν τον κουλουρά, τον καστανά, τον υπηρέτη σε πλουσιόσπιτα, τον υπάλληλο σε καταστήματα.
  Είναι σε όλους γνωστή η  ευχή της Ζαγορίσιας μάνας όταν ξεκινούσε για την ξενιτιά τον γιό της.
« Και κουλουρτζής στην Πόλη».
 Με τον καιρό μαθαίνοντας και τη γλώσσα  άρχισαν να κάνουν και δικές τους δουλειές.
Άνοιξαν δικά τους καταστήματα, αγόρασαν κτήματα, έγιναν υπάλληλοι στο Τουρκικό κράτος.
Με τον καιρό οι ξενιτεμένοι απλώθηκαν σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου από την Αίγυπτο ως τη Βιέννη.
Ασχολήθηκαν με τα γράμματα με τις επιστήμες.
Σε όλα τα ξένα μέρη που ζούσαν Έλληνες είχαν και τους δασκάλους τους, τους καθηγητές τους γιατρούς που η καταγωγή τους ήταν από τον τόπο τους.
                                        
Στον τόπο τους γυρίζαν κατά αραιά διαστήματα.
 Πολλές φορές γυρίζαν και βρήσκαν τα παιδιά τους ολόκληρους άντρες ….
Χαρακτηριστικό είναι το παραμύθι με τις τρεις παραβολές από τις οποίες η μια λέει:
-                 Το θυμό το βραδινό κράτα τον για το πουρνό-πρωϊ δηλαδή - κι όταν ο πατέρας γύρισε μετά από πολλά- πολλά χρόνια βρήκε τον γιο του άνδρα και ήθελε να τον σκοτώσει  γιατί νόμιζε ότι η γυναίκα του έχει φίλο.
-                  Η ζωή στην  ξενιτιά ήταν πολύ δύσκολη.
-                 Λίγοι κάναν μεγάλες περιουσίες.
-                 Πολλοί χάνονταν, δεν γυρίζαν πίσω.
-                  Η ξενιτιά για την Ζαγορίσια γυναίκα ήταν η Κίρκη, η Καλυψώ που ξελόγιαζε τον άντρα της και τον  έκανε  να μην ξαναγυρίσει. 
-                      Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του παππού μου του Πέτρου του Κοκομέλη, που το 1910 άφησε τα τρία του παιδιά και χάθηκε στην Κωστάντζα της Ρουμανίας.
Τι να σου στείλω ξένε μου
εκεί στα ξένα ΄πούσε
να στείλω μήλο σέπεται
κυδώνι μαραγκιάζει.
……………………….
………………………….
Η ζωή στην ξενιτιά ήταν πολύ δύσκολη.
Ο ξένος έπρεπε  να ζήσει και να προκόψει σε ξένο τόπο.
Να αντιμετωπίσει τις τόσες δυσκολίες, τον άγριο ανταγωνισμό χωρίς καμιά βοήθεια.
Πολλοί χάθηκαν  στους δρόμους  ως που να φτάσουν στα ξένα ή να γυρίσουν στην πατρίδα τους. 
Χάνονταν από τις αρρώστιες,  από τις κακές καιρικές συνθήκες, από τους ληστές.
Πόσο πονεμένο είναι το ποίημα του Δροσίνη, « Το κρίμα» που  λέει για τον ξενιτεμένο που πεθαίνει  ξεχασμένος σε ένα χάνι χωρίς να έχει  κάποιον κοντά του, ούτε έναν παπά να τον κοινωνήσει.
 Πόσο παραστατικά τα γράφει κάποιος Έλληνας διηγημα-τογράφος στο διήγημα  «Το ραζακί σταφύλι» .
Πριν ξεψυχήσει  στα ξένα  ήθελε ένας συγχωριανός του να του φέρει να φάει ροζακί σταφύλι  για να πεθάνει με τη γλύκα του τόπου του  στο στόμα κι όταν  δεν βρήκαν ροζακί σταφύλι ικανοποιήθηκε και, με ένα ξυνοστάφυλο.

Πόσα ήταν τα προβλήματα για την οικογένεια   που έμενε στο χωριό.
Φανταστείτε ένα σπίτι που  ο νοικοκύρης  έλειπε τόσα χρόνια.
Πόσα προβλήματα έπρεπε  να αντιμετωπίσει η γυναίκα του όταν την άφηνε νιόπαντρη  για να πάει στα ξένα, όπως και τα παιδιά και, όλη η οικογένεια.
 Κάποτε πρέπει σε κάθε Ζαγορίσιο χωριό  να στηθεί μια αναμνηστική πλάκα  για τον ξενιτεμένο Ζαγορίσιο και για την γυναίκα την ηρωίδα.
Αυτοί δημιούργησαν τον Ζαγορίσιο πολιτισμό αυτόν που καμαρώνουμε  και παινευόμαστε εμείς σήμερα.


Θέμα  4ο
Ο Γιάνκος φεύγει για την ξενιτιά

Είναι Σάββατο, όλο το χωριό είναι ανάστατο και πρώτα το σπίτι της θείας Πούλιας.
Ετοιμασίες παντού.
Άλλοι χωριανοί έρχονται στο σπίτι φέρνοντας ένα δώρο, άλλοι ένα κλαδί κρανιάς, άλλοι λίγα γρόσια μέσα σ' ένα μαντήλι.
Πολλοί έχουν ένα μπαγράτσι με λίγο νερό.
Έχει κι ο Γιάννκος το δικό του μπαγράτσι και ρίχνει μέσα τα γρόσια που του δίνουν.
Μπαίνουν στο σπίτι. Ακούς ευχές, γέλια, κλάματα.
Ο Γιάννκος στέκεται απορημένος στη μέση της αυλής  κι ακούει, κι ακούει….
-       Να ξαναγυρίσεις αγόρι μας σύντομα, γερός πίσω.
-   Μη μας ξεχάσεις.
-   Μην ξεχάσεις πρώτα τη μάνα σου τις αδερφές σου.
-Ολους όσοι θα μείνουμε εδώ.
-       Εκεί που θα πας θα βρεις τα παιδιά μου, τον Αντρέα, το Μανώλη, λέει η κυρά Μαρία, τον άντρα μου λέει η Καλυψώ.
Τον άντρα της Μήτραινας- της   Ρήνας- δε θα τον βρεις, μην τον ψάχνεις, έμεινε στη Μικρασία.
Θα σου βάλουμε σε σακκουλάκια και λίγα καλούδια ξεκινήματα και λίγο χώμα για να θυμάσαι το χωριό .
Δυο ρόδια, δυο μήλα, τι άλλο να στείλουμε στους ξένους μας.
Στέλνουμε μήλο  σέπεται
κυδώνι μαραγκιάζει,
να στείλουμε το δάκρυ μας
σ' ένα χρυσό μαντήλι,
το δάκρυ είναι καυτερό
και καίει το μαντήλι.
Η μάνα του η θεία η Πούλια, κι η κυραμάνα, όλο συμβουλές δίνουν στον Γιάννκο τους.
-Ναπρουσέχ'ς πιδί μ'.         
Να φυλάγισι να μην κρυών'ς..
Λές κι ο Γιάνν' ς θα πήγαινε στο διπλανό χωριό , κι όχι στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια.


    
Πλαίσιο κειμένου:       Ο Γιάννης στην Αίγυπτο
Αδελφός της Θάλειας και της Ασπασίας.
 Έφυγε μικρός για να σπουδάσει στην Αίγυπτο  διωγμένος από τις κακουχίες και από τα κακοποιά στοιχεία του χωριού μας.
  Αρχ Οικ Σβώλου













(54)
Ο ΓΙΑΓΚΟΣ ΦΕΥΓΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΕΝΙΤΙΑ ΠΕΡΙΠΟΥ 1920


Στου πουκάμ' σου ψ' χούλα μ σόχω το φυλαχτό, μην του χάσ'ς.
Θα σι φ'λάει μέρα νύχτα η Παναγιά από κάθι κακό,λέει κλαίγοντας η κυραμάνα, κι αγκαλιάζει τον Γιάννκου της κι τον φιλ'άει πολλές φορές στο λαιμό στα μάγουλα.
-       Να'χ'ςτην ευχή μ' πιδάκι μ', να χ'ς την ευχή όλων μας κι πρώτα
του μακαρίτη του πάππ'ς.
Μη χάσεις το μαντήλ του κεντημένο, π'ς δώκαμαν, τ'λέν οι αδερφές τ' κλαίγοντας.
Το κεντήσαμαν για σένα με πόνο και δάκρυα.
Κι η κυρά Γιάννενα βρίσκει την ευκαιρία να στείλει χαιρετίσματα στο γιο της το Γιάννη,  που λείπει χρόνια στην ξενιτιά.... και τον περιμένει είκοσι χρόνια και κάθε γιορτή, ανήμερα των Φώτων σφάζει την πιο παχιά κότα για να ρθεί ο προκομμένος.... ο γιος από την ξενιτιά.
 Κι όταν γύρισε νόμιζε ότι έλειπε από χτες το βράδυ,- όπως λέει ο Χριστοβασίλης στο θαυμάσιο διήγημά του «Ανίκητη ελπίδα.
Άντι πιδί μ' κι σι φάγαν τα λιουπύργια κι'οι νιρουπουντές.
Το πρωί όλοι στη λειτουργία. Δεν έλειπε κανένας από το χωριό.
 Μαζί και οι άρχοντες του χωριού.
Μετά την λειτουργία η ώρα για το πικρό ξεκίνημα.
 Πώς να το περιγράψω.......; Δος μου Θε μου λόγια για να πω τον πόνο της ξενιτιάς, του ξενιτεμού
Τη μοναξιά την απονιά τη φτώχια την   ορφάνια
όλα μαζί τα ζύγισαν βαρύτερα είν' τα ξένα.
Να πω πόσο μεγάλος είναι ο πόνος της μάνας που θάβλεπε , αν το ξανάβλεπε, το παιδί της μετά από πολλά- πολλά χρόνια.
 Του πατέρα που άφηνε πίσω τα παιδιά του, μωρά ακόμα και μια γυναίκα μόνη, φτωχή, πολλές φορές ανήμπορη, απροστάτευτη.
Τη νιόπαντρη γυναίκα ,με το μωρό στην κοιλιά πολλές φορές,        που
ίσως να τόβρισκε, όταν γύριζε στο χωριό σωστό, παλικαράκι.
Η ώρα, όμως, η πικρή, για όλους πλησιάζει.
Ο χρόνος δεν περιμένει.
Όλοι ξεκινούν για το μονοπάτι, που πάει κάτω για τους Παλιόκηπους, που κατεβαίνει στον Κοκκινόη.
    










(55)
Το αρχοντικό του Τσάλιου στο Βουκουρέστι το 1900

Ο Γιάννης κάνει πως σκοντάφτει, αναποδογυρίζει το μπαγράτσι πέφτουν κάτω τα γρόσια.
 Σκόπιμα το έκανε....
Οι πιο παλιοί που ήξεραν το κόλπο από παλιά γελούν.
Μαύρο γέλιο.
Μέσα έχει λίγα γρόσια, και λίγες παράδες. Ξαφνιασμένος βλέπει και μια λίρα.
Ξέρουν ποιος την έβαλε.
Την έβαλε ο Ευγένιος Πλακίδας, ο ευεργέτης του χωριού μας για να έχει ο ξενιτεμένος  για τα πρώτα του έξοδα.
Είναι κι αυτός στην πομπή, ξέρει από ξενιτιά.
Την είχαν ζήσει οι δικοί του από τα παλιά-παλιά χρόνια.
Όλοι σκύβουν και του φιλούν το χέρι.
Βάζει τα γρόσια μέσα στο σακκούλι του, στο πουγκί του.
Δένει το πουγκί σφιχτά.
Πού ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί στο δρόμο, κυκλοφορούν τόσοι κλέφτες, τόσοι ληστές, τόσοι κακοί άνθρωποι.
 Είναι τα πρώτα έξοδα για το ταξίδι, όπως και τα λεπτά που ρίξαν οι χωριανοί του στο μπαγράτσι και πρώτα οι δικοί του.
 Και φτάνουν  όλοι μαζί στο κοκκινόη.
Ώρα που δεν ήθελε κανείς  νάρθει.
 Φτάνουν στο ξεγκούσιο στο λόφο το γυμνό, τον άδεντρο που τον έχουν ποτίσει και τον έχουν κάψει δάκρυα γενιών και γενιών.
Στο ξεγκούσιο. «Στον τόπο με τα δάκρυα».
Έτσι τον λέγαν, έτσι τον λέν ακόμα.
 Και τώρα ακόμα πιστεύουν ότι εκεί δεν φυτρώνει χορτάρι, έχει καεί από τα δάκρυα γενιών και γενιών.
 Με τα μαντήλια στα μάτια με ένα λουλούδι στο χέρι, με κάτι μέσα στο μαντήλι, όλοι προχωρούν.
Κι η μάνα μπροστά, κι οι αδερφές μπροστά και τα παιδιά μπροστά, κι όλοι από πίσω.

Κι ο ξενιτεμένος  ακούει τις τελευταίες συμβουλές της μάνας του και παίρνει το δρόμο του ξενιτεμού, όλων τα μάτια και οι ευχές τον συνοδεύουν.
 Στο καλό, στο καλό, να γυρίσεις πίσω γρήγορα και να μας φέρεις και τους άλλους ξενιτεμένους μας.
Στο καλόοοοοοοοοο ! στο καλό …..ακούονται σας μακρινός αχός τα τελευταία λόγια της μάνας του.
Και τα λόγια αυτά θα τα ακούει πάντα όπου και να βρίσκεται.








Κι ήρθανε δύσκολοι καιροί,
ήρθαν καιροί οργισμένοι,
κι όσα παιδιά μισέψανε
στα  έρημα τα ξένα
ελάχιστα γυρίσανε
στη δόλια την πατρίδα.


Στα χαμένα περιμένουν η μάνα, ο πατέρας, ο αδελφός, η αδερφή τα παιδιά, τον ξενιτεμένο κάτω στον κοκκινόη, να γυρίσει σε μια νέα Ιερουσαλήμ.
Στο Ζαγόρι του
ΤΕΛΟΣ




Ανέκδοτο

Καλημέρα    Κώστα   Πικραλήθρες Θειάκο...
Ο μπάρμπα Κώστας ο Γιαννακός μάζευε πικραλήθρες- πικροράδικα- στα Λουρί-δια .
Πιο κάτω έβοσκε τα αρνιά της η Θειάκο, η θεία του Μήτσιου του Παππά.
-Καλημέρα Κώτσιοοοοοο.
Πικραλήθρες Θειάκοοοοο.
Τι κάνετε στο σπίτι.
Σαλάτα το βράδυ.
Τι κάνει το παιδίιιι - είχαν άρρωστο τον Κώστάκη-
Τις βράζω και πίνω το ζουμί;
Α μωρέ κουφοτάμπουρο    κι εγώ δεν ακούω αλλά εσύ καθόλ.


 



ΘΕΜΑ 5Ο
Κώστας Λαζαρίδης.
Δάσκαλος ιστορικός λαογράφος και βοτανοσυλλέκτης.
Ο Κώστας Λαζαρίδης γεννήθηκε στο χωριό μας το Κουκούλι το 1904.
Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο σχολείο του χωριού του και στη συνέχεια φοίτησε στη Ζωσιμαία σχολή των Ιωαννίνων.
Σαν αριστούχος γράφτηκε στο μονοετές διδασκαλείο Ιωαννίνων και βγήκε δάσκαλος στα 18 του χρόνια.
 Έμαθε τα γράμματα με χίλια βάσανα.
 Μου έλεγε:
-Περίμενα στο τέλος της εβδομάδας να ’ρθει η κυραμάνα, - η
γιαγιά- η Θεανώ να μου φέρει το σακκούλι με το ψωμί και το τυρί ή να βρει κάποιον που να έρχεται στα Γιάννενα να μου στείλει ό,τι χρειάζομαι να περάσω τη βδομάδα.
Υπηρέτησε στο χωριό μας μέχρι το 1947 δηλαδή 24 χρόνια.
Το 1932 πήγε στη μετεκπαίδευση στην Αθήνα και εκεί πήρε και μαθήματα γεωπονίας.
Στο χωριό μας και σε όλη του την διδασκαλική σταδιοδρομία, εφάρμοσε τα πιο σύγχρονα συστήματα παιδαγωγικής και διδακτικής.
Φρόντισε να χτιστεί το νέο διδακτήριο στο χωριό μας στο οικόπεδο του Κουτούζη.
Έκανε ένα μοναδικό σχολικό κήπο για τον οποίο βραβεύτηκε από το Υπουργείο Γεωργίας.
Πάνω στις εργασίες τις διδακτικές και παιδαγωγικές που έκανε με βάση τον σχολικό κήπο έγραψε το περίφημο βιβλίο « Ο σχολικός Κήπος»
Για να συμπληρώσει την μόρφωσή του πήγε με δικά του έξοδα για
δυο χρόνια στην Ελβετία και φοίτησε στο Ίδρυμα « Ζαν- Ζακ- Ρουσσώ»
Στα τελευταία χρόνια της σταδιοδρομίας του, στα πιο δύσκολα για την εκπαίδευση, διετέλεσε γραμματέας και πρόεδρος της Ομοσπονδίας των Δασκάλων και Νηπιαγωγών και άφησε μοναδικό έργο.
Ήταν δημοκράτης, φιλελεύθερος και στη κατοχή διαφωτιστής του ΕΑΜ.
Μπορούσε να γίνει και επιθεωρητής, αλλά είδε ότι δεν ταίριαζε με τον χαρακτήρα του και μάλιστα όπως ήταν οι επιθεωρητές της εποχής εκείνης.
Το μεγάλο του έργο το συμπλήρωσε την εποχή της σύνταξης.
Ταξινόμησε όλον τον ιστορικό και λαογραφικό θησαυρό που είχε συγκεντρώσει από τα παιδικά του χρόνια και άρχισε να γράφει την ιστορία του χωριού του πρώτα και μετά του Ζαγορίου και πολλά άρθρα σχετικά με την Ήπειρο.
Έγραψε πάρα πολλά βιβλία και πάμπολλες μελέτες, άρθρα κ.λ.π σε περιοδικά των Γιαννίνων των Αθηνών αλλά και άλλων πόλεων της Ελλάδας.
Τα περισσότερα βιβλία κυκλοφόρησαν με τον γενικό τίτλο «Μικρή
Ζαγορίσια Βιβλιοθήκη».
 Μαζί με τον φίλο του Κίμωνα Κυριαζή και άλλους ξεχωριστούς Ζαγορίσιους άρχισαν το 1978 να εκδίδουν την εφημερίδα « Το Ζαγόρι μας» που αποτέλεσε έναν τεράστιο μοχλό ανάπτυξης του Ζαγορίου σε κάθε τομέα στα τελευταία χρόνια.
Δεν αρκέστηκε όμως μόνο στη συγγραφή.
Πολύπλευρο μυαλό όπως ήταν ασχολήθηκε και με την λαογραφία του χωριού μας και του Ζαγορίου.
Ρωτώντας τον καθένα, γιαγιάδες και παππούδες, παρακολουθώντας τα πανηγύρια, ρωτώντας τους παλιούς οργανοπαίχτες, τους επαγγελματίες, και όποιον μπορούσε να του πει κάτι, να του δώσει οποιαδήποτε πληροφορία, έκανε μια καταπληκτική λαογραφική συλλογή.
Έχει εγγράψει πάνω από 60 κασέτες μαγνητοφώνου τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες, ανέκδοτα, γλωσσάρι του χωριού μας και της γύρω περιοχής.
Πλαίσιο κειμένου:  
Αρχ Πν Κέντρο 
Ο δάσκαλος Κώστας Λαζαρίδης
Μπροστά στο υπό ίδρυση Μουσείο της Ριζάρειου που με το επώνυμο Πνευματικό Κέντρο Μουσείο Κώστας Λαζαρίδης ΦΩΤΟ Γ΄.22
(55β)

Και το μεγάλο του έργο συμπληρώθηκε με την μεγάλη του βοτανολογική συλλογή.
Ακόμη και στα βαθιά του γεράματα, ογδόντα πέντε χρονών, σκαρφάλωνε στα βράχια του Βίκου για να συγκεντρώσει πολύτιμα βότανα.
Συγκέντρωσε πάνω από 1250 είδη άγριων βοτάνων, που αποτελούν περισσότερο από 120 οικογένειες.
Όλα αυτά τα βότανα αποτελούν την μοναδική συλλογή, και βρίσκεται στο Πνευματικό Κέντρο Μουσείο «Κώστας Λαζαρίδης».
Τα τελευταία του χρόνια είχε μια μεγάλη έννοια που μου την
εξομολογούνταν πάντα όταν καθόμασταν και κουβεντιάζαμε και
ανταμώναμε συχνά, ζητούσα την παρέα του.
 Εκτός που για μένα ήταν ο δάσκαλός μου σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού, ήταν και κουμπάρος μου, πνευματικός μου πατέρας.
Αυτόν συμβουλευόμουν για κάθε πρόβλημα που αντιμετώπιζε σαν δάσκαλος, από αυτόν ζητούσα κάποια λύση όταν είχα κάποιο πρόβλημα κοινωνικό, οικογενειακό κ.λπ.
Μου έλεγε λοιπόν, συχνά -Γιάννη, έγραψα τόσα πολλά, μάζεψα τόσα πολλά, τι θα γίνουν όταν φύγω; κρίμα δεν είναι να χαθούν; και προσπαθούσαμε να βρούμε λύσεις.
-Σκέπτομαι, μου έλεγε, να τα δώσω στην κοινότητα, τι να τα κάνει, ούτε τα μέσα έχει να τα αξιοποιήσει, ούτε τις γνώσεις.
Να τα δώσω στην αδελφότητα, που να τα βάλει και ποιος μένει στο χωριό να τα αξιοποιήσει.
Αν τα πάρει η Εταιρία Ηπειρωτικών Μελετών θα χαθούν για το χωριό μας και το Ζαγόρι, έχουν τόσα πολλά αυτοί που δεν θα ασχοληθούν με τα δικά μου.
Τέλος βρήκε μια λύση. Αν τα θέλει θα τα δώσω στη Ριζάρειο με την συμφωνία να γίνει ένα πνευματικό ίδρυμα που θα βοηθήσει το χωριό μας και το Ζαγόρι.
Συμφώνησα και εγώ δεν υπήρχε άλλη λύση.
Άρχισε τις συζητήσεις και με τον φίλο του τον Κίμωνα τον Κυριαζή και με άλλους και με τον Κίτσο τον πρόεδρο της Ριζαρείου κι αποφάσισε να τα δώσει στη Ριζάρειο.
Τώρα πως έγινε το Πνευματικό Κέντρο Μουσείο « Κώστας Λαζαρίδης» θα αναφερθώ σε άλλο μέρος.
Το λυπηρό είναι πως ο θαυμαστός αυτός άνθρωπος δεν πρόκανε να δει τελειωμένο το έργο του.
 Έμεινε στο Μεσοχώρι του χωριού μας.
Είχαν συγκεντρωθεί οι κάτοικοι και συζητούσαν με τον Νομάρχη τα προβλήματα του χωριού.
Πήρε και αυτός τελευταίος τον λόγο και λέει:
 -Κύριε Νομάρχα, όλοι όσους βλέπετε εδώ συγκεντρωμένοι, ήταν κάποτε μαθητ... δεν πρόκανε να τελειώσει την λέξη μαθητές μου κι η καρδιά του, από την συγκίνηση τον εγκατέλειψε.
 Έμεινε στο Μεσοχώρι επιτελώντας το ύψιστο έργο του ως την τελευταία του πνοή..
Έφυγε από κοντά μας τόσο ξαφνικά που κανείς δεν το πιστεύει
Έφυγε και μας άφησε μια μεγάλη παρακαταθήκη και συγχρόνως μια μεγάλη υποχρέωση.
Να αγαπήσουμε το χωριό μας όσο και ο ίδιος.
Να αγαπάμε τους συγχωριανούς μας και με τα καλά των και με τα άσχημα , όπως και ο ίδιος.
Να συνεχίσουμε το έργο του, όσο μπορούμε.
-Σε εξορκίζω Γιάννη - μου έλεγε-, όταν φύγω κάνε ότι μπορείς από δω και πέρα…. και του έδωσα τον όρκο μου.
 Η ιστορία μου θα δείξει αν τον κράτησα.
 Κλείνω με τους στίχους του Παλαμά.
Σμίλεψε δάσκαλε ψυχές,
κι ό,τι σ’απόμεινε ακόμη στην ψυχή σου,
μην τ’ αρνηθείς,
δώστο ως τη στερνή πνοή σου.
Θα θυμηθούνε κάποτε κι αυτοί
το βάρος που κρατάς
σαν Άτλαντας στην πλάτη,
χτίσε σοφέ της κοινωνίας το παλάτι.




Θέμα  6ο
Το σχολείο του χωριού μου

Πλαίσιο κειμένου:  
(56)
Το παλιό σχολείο    
 
  

















(57)
Το νέο Σχολείο
 
 








                                              







  Εγώ κι η Θάλεια Γιάννιμ πήγαμε μικρές στο σχολειό, εγώ το 1920 κι η Θάλεια το 1925.
  Εγώ τελείωσα το δημοτικό στο Κουκούλι και μετά πήγα στο ορφανοτροφείο στο Βελισσάρειο κι έμαθα  μοδίστρα, η Θάλεια μετά το Δημοτικό πήγε στη Βίτσα στο  ημιγυμνάσιο.
 Ήμασταν και οι δύο πολύ καλές μαθήτριες και οι δασκάλοι μας είχαν να λεν για μας
  Με τα λόγια αυτά καθισμένοι μια άνοιξη έξω στην αυλή τους κάτω από την κληματαριά άρχισαν να μου λεν η  Ασπασία και η Θάλεια ό,τι θυμούνται από τη σχολική τους ζωή.
Την κουβέντα τους συμπλήρωσα κι εγώ  με τις δικές μου εμπειρίες,  των γνωστών και φίλων μου.
 Άρχισα λοιπόν να τους ρωτώ:
Το θυμάστε  το σχολείο σας; πως ήταν; ποιος το φρόντιζε; Ποιους είχατε δασκάλους, πως ήταν η σχολική σας ζωή;
Ας μας πει πρώτα η Θάλεια.
 Μόλις μπήκα για πρώτη φορά στο σχολείο στην πρώτη τάξη, μου έκανε εντύπωση μια μεγάλη φωτογραφία σε ένα κάδρο κρεμασμένη στην είσοδο.
    








(58)                                                    
Δάσκαλος του Γένους το 1700 περίπου.
Ήταν μια μεγάλη εικόνα, παρίστανε έναν ηλικιωμένο κύριο με ένα ευγενικό πρόσωπο, ντυμένο κάπως παράξενα.
 Την κοίταζα και έλεγα:

Τι αρχοντάνθρωπος είναι αυτός, τι ευγενικό πρόσωπο, πόση καλοσύνη δείχνει το παρουσιαστικό του!..
Θυμήθηκα τότε που μας έλεγε ο δάσκαλός μας ο Λαζαρίδης ότι είναι η φωτογραφία του μεγάλου μας ευεργέτη του Πλακίδα.
Το αρχοντικό του Γιάννη είναι πιο πέρα από το σπίτι μας.  
Μου έρχονταν να πεταχτώ να τον αγκαλιάσω και να τον φιλήσω.
Θυμάστε το σχολείο που κάνατε μάθημα Θάλεια και Ασπασία;
Αν θυμόμαστε; Σαν να είναι σήμερα.
Ήταν εκεί που είναι σήμερα οι ξενώνες πάνω από τη βρύση του Μπσιαμάνθου, το εξωτερικό του δεν έχει αλλάξει.
Πλαίσιο κειμένου:  
(59)

Το Αλφαβητάριο της Πρώτης του 1919
Η αντίδραση της εποχής το κάψανε μαζί με το αναγνωστικό του Παπαντωνίου  «Τα ψιλά βουνά»
Έμπαινες από την μεγάλη εξώπορτα σε ένα μικρό διάδρομο, στο βάθος του διαδρόμου, όπως είπα ήταν το πορτραίτο του Πλακίδα.
Δεξιά ήταν η αίθουσα που κάναμε μάθημα και στο βάθος έμπαινες σε ένα χωλάκι, μετά σε ένα διάδρομο και στο βάθος ήταν ένα δωμάτιο που εκεί έμενε ο δάσκαλος όταν δεν ήταν από το χωριό ή όταν ήταν από διπλανό χωριό και ο καιρός ήταν κακός, ήταν δηλαδή το σπίτι του δασκάλου.
Είχε τζάκι ένα νεροχύτη και μια μικρή κουζίνα.
                              
Στο χωλ είχε μια μεγάλη μεσάντρα και εκεί είχε και την βιβλιοθήκη, τους χάρτες και ό,τι άλλο χρειάζονταν για το μάθημα.
Τα θρανία ήταν ξύλινα καμωμένα από τους κατοίκους του χωριού.
 Ήταν τοποθετημένα αντίθετα από το τζάκι, το τζάκι το είχαμε πίσω μας, για να μην βλέπουμε την φωτιά και ξεχνιόμαστε.
 Ο πίνακας ήταν ξύλινος περιστρεφόμενος.
Στους τοίχους είχε κρεμασμένους πολλούς χάρτες γεωγραφίας, εικόνες φυσικής ιστορίας, είναι οι εικόνες που έχεις εσύ Γιάννη στην έκθεση φωτογραφίας, ιστορίας, ότι να φανταστείς.
Είχε και εικόνες με ζώα και φυτά.
Διάλειμμα κάναμε   σε μια μεγάλη αυλή που ήταν κάτω από τον Άγιο Χαράλαμπο  πιο πέρα από την αυλή ήταν ο σχολικός μας κήπος.
Όταν έβρεχε βγαίναμε διάλειμμα στο υπόστεγο που ήταν μπροστά από την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, τώρα δεν υπάρχει πια.
Το μέρος πάνω από τον Άγιο Χαράλαμπο ήταν ανοιχτό και εκεί είχε δέντρα, μηλιές, κερασιές, αχλαδιές, τις φροντίζαμε εμείς μαζί με τον δάσκαλο.
Πλαίσιο κειμένου:  
(60)
Μαθητές το 1925   Βιβ Τα Ζαγ Βίος
Το Ζαγόρι ήταν πρώτο στα γρόσια και στα Γράμματα

 Η τουαλέτα ήταν  έξω από το διδακτήριο στο λάκκο, εκεί που τώρα πηγαίνεις για το οικόπεδο των Ταγκαίων, λίγο πιο κάτω από το γεφυράκι που πηγαίνει για το σπίτι των Ζηγαίων.
Ποιος φρόντιζε το διδακτήριο Ασπασία, ποιος το συντηρούσε, το καθάριζε έφερνε ξύλα για το τζάκι, σε ποια κατάσταση ήταν;
Ήταν επιτροπή που την όριζε η κοινότητα και αυτή φρόντιζε και για το διδακτήριο όπως και γι όλες τις ανάγκες του σχολείου.
Πιο παλιά διόριζε και τον δάσκαλο, εγώ όμως δεν έφτασα κοινοτικό δάσκαλο.
Από τότε που ήμουν μαθήτρια τον διόριζε το κράτος, γιατί είχαμε ελευθερωθεί το 1913.
Το κράτος έδινε λίγα χρήματα, τα περισσότερα τα έδινε η κοινότητα.
Οι κοινότητες ακόμη είχαν χρήματα, γιατί παίρναν λεπτά  από το βουνό και τα δάση που νοικιάζανε.
Είχε και χρήματα από διάφορες ευεργεσίες, πολλοί δίναν χρήματα για το σχολειό, πολλοί αφήναν και τα χωράφια τους ακόμη να νοικιάζονται για τα έξοδα του σχολείου, όπως η Γκαρίνο που θα σας πω παρακάτω..
Για όλα λοιπόν φρόντιζε το σχολικό συμβούλιο.
Κάθε οικογένεια που είχε παιδιά στο σχολείο ήταν υποχρεωμένη το φθινόπωρο να φέρνει από πέντε ως εφτά φορτώματα ξύλα για το σχολείο, αν δεν έφταναν τα ξύλα αγόραζε και η κοινότητα.

Πως λειτουργούσε το σχολείο;
Είχατε βιβλιοθήκη, χάρτες, εικόνες τις χρησιμοποιούσατε;
Είχαμε πολλά βιβλία πολλά ήταν πολύ παλιά.
Όπως μας έλεγε ο δάσκαλος μας ,μ’ αυτά κάναν μάθημα και πριν  από εκατό χρόνια.
Στο σχολείο μας είχαμε και τη « Χάρτα του Ρήγα» όμως έχει χαθεί, μόνο το Καπέσοβο έχει την γνήσια.
Μ' αυτά έμαθαν γράμματα πολλοί Κουκουλιώτες και γίναν σπουδαίοι άνθρωποι, όπως τα αδέλφια Οικονόμου, οι Στρουμπαίοι, οι Πλακιδαίοι τελευταία ο Πέτρος ο Κόκκορος που έγινε καθηγητής Πανεπιστημίου και τόσοι άλλοι.
Δεν υπήρχαν αγράμματοι στο χωριό μας Γιάννη, ούτε και στο Ζαγόρι.
Και οι γυναίκες ξέραν γράμματα, άλλες πιο πολλά, άλλες πιο λίγα, όλες όμως ξέραν και να γράφουν και να διαβάζουν.
Οι δάσκαλοι μας βοηθούσαν όσο μπορούσαν να μάθουμε περισσότερα, ξέραν ότι, μαθαίναμε το μαθαίναμε στο σχολειό.


Ποιος να μας βοηθήσει ; στο σπίτι; η μάνα; που δεν ήξερε και πολλά γράμματα; ή ο πατέρας που έλειπε στη ξενιτιά;
Ο δάσκαλός μας φρόντιζε όλα τα παιδιά και πρώτα τα αδύνατα.
Πλαίσιο κειμένου:    
(61)
Φώτο Κώστας Λένης
Μαθητές το 1938 Πίσω από το κοριτσάκι είναι και ο συγγραφέας του βιβλίου.

                                                















   
























(62)
Κ.Λαζαρίδη
…………………………………………


Ήταν καμιά φορά και λίγο αυστηρός, αν κάναμε αταξίες, τι έπρεπε να κάνει να διαλύσει το σχολείο, να μην μάθουμε γράμματα;
 Πολλοί λένε ότι  οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί  έδερναν τα παιδιά με τη βέργα και βάζαν βαριές τιμωρίες εμείς όμως δεν τύχαμε τέτοιους δασκάλους ο δικός μας   αγαπούσε όλους και προσπαθούσε με το καλό και με συμβουλές να μάθουμε γράμματα και να γίνουμε σωστοί άνθρωποι.
Δεν πιστεύω Γιάννη  να ήταν σαδιστές, μάλλον  το κάνανε από υπέρμετρο ζήλο. 
Δεν ξέρω….
Δάσκαλο είχα τον Στέφανο Τζιούφη από το Καπέσοβο.
Το Καπέσοβο ήταν το δασκαλοχώρι του Ζαγορίου, είχε και ξεχωριστό ίδρυμα, το ίδρυμα του Πασχάλη, που βοηθούσε όσους θέλαν να σπουδάσουν δάσκαλοι, για τούτο το Καπέσοβο είχε μέχρι και 30 δασκάλους.
Ο δάσκαλός μας ο Τζούφης ήταν ταλαιπωρημένος από τη ζωή.
 Είχε πολλά παιδιά δικά του, και έπρεπε με τον μισθό του δασκάλου να τα ζήσει.
Πρώτα ήταν κοινοτικός, πριν ελευθερωθούμε.



Πλαίσιο κειμένου:     
(63)
Αρχ Ριζ Ιδρύματος
Ο Καθηγητής Στρούμπος
Καθηγητής πανεπιστημίου των Φυσικών 1800- 1900 περίπου














Ήταν ήρεμος άνθρωπος, ευσυνείδητος. Ερχόταν κάθε πρωί στην ώρα  με οποιοδήποτε καιρό και έφευγε το βράδυ. 
Όταν ήταν πολύ κακός ο καιρός έμενε στο σχολείο και κοιμόταν στο δωμάτιο που ήταν μέσα.
Είχε πολεμήσει σε όλους τους πολέμους από το ενενήντα εφτά ως το δεκαοχτώ.
 Αγαπούσε πολύ την πατρίδα του και πάντα το έδειχνε με τον τρόπο του στο σχολείο.
Έπαιζαν τα παιδιά πόλεμο -Έλληνες και Τούρκοι- και χαίρονταν όταν νικούσαν οι Έλληνες.
 Δεν ήταν χαιρέκακος, ούτε για τους ηττημένους.
Δεν το βοηθούσε η φωνή του να τραγουδάει ούτε και η ηλικία του για να χορεύει, ήθελε όμως να μαθαίνουμε χορούς και τραγούδια και περισσότερο τα δημοτικά μας τραγούδια και τα πατριωτικά και τους Ελληνικούς χορούς.
 Τώρα  σε παρακαλώ Θάλεια  να μου πεις και για το δάσκαλό σου  τον Λαζαρίδη  και  στη συνέχεια θα πω κι εγώ ότι θυμάμαι απ’ τη ζωή μου στο σχολείο μου θα ρωτήσω δε και άλλους που ήταν μαθητές την εποχή εκείνη.
Εγώ πήγα σχολείο το 1925.
Τότε πρωτοδιορίστηκε δάσκαλος στο χωριό μας ο Κώστας ο Λαζαρίδης Νομίζω ότι είχε κάνει και για λίγο χρόνο δάσκαλος σε κάποιο χωριό στα Ριζά.
Όταν μιλάω για το δάσκαλό μου και πρώτα για τον Κώστα νιώθω μια τέτοια συγκίνηση που δυσκολεύομαι να σας τα πω.
Ο Λαζαρίδης ήταν άλλος άνθρωπος, δεν ξέρω αν τον έβλεπα έτσι εγώ, γιατί τον δάσκαλο τον έβλεπα πιο σπουδαίο  κι από τον πατέρα μου, κάτι σαν το Θεό, αλλά νομίζω ότι άξιζε.
Έκανε μάθημα στο ίδιο διδακτήριο που έμαθε γράμματα και η Ασπασία και για τούτο δε θα σας ξαναπώ τα ίδια.
Φρόντισε όμως να το οργανώσει πιο τέλεια το σχολείο, αφού ήταν  νέος με νέες ιδέες, πιο προοδευτικός.
Εδώ πρέπει να πούμε ότι ο Λαζαρίδης έζησε σαν δάσκαλος στο Κουκούλι τα πιο δύσκολα χρόνια της πατρίδας μας, τα χρόνια του διχασμού, που μισούσε ο ένας τον άλλον, χωρισμένοι σε Βασιλικούς και Βενιζελικούς.
 Ήταν τα μαύρα χρόνια του μεσοπολέμου, η τρομοκρατία ήταν απλωμένη παντού, οργίαζαν οι Ρετζαίοι οι Κουμπαίοι, με πολλούς ντόπιους συνεργάτες και έπρεπε να κάνει     κάποιες υποχωρήσεις για να μην τον βρουν σε κανένα λάκκο καταχωμένο.
Αγαπούσε πολύ τη μόρφωση και για τούτο πήγε στη μετεκπαίδευση και μετά στη Γεωργική Σχολή στα Γιάννενα και πρώτος το πανηγύρι.
Το σχολείο του ήταν πραγματικά ένα σχολείο εργασίας, όπως το λέγαν τότε το μοντέρνο προοδευτικό σχολείο.
 Όσα μαθήματα μπορούσαν να γίνουν έξω στη φύση τα έκανε όλα έξω από το σχολείο.
Μάς έδειχνε πάντα το ποτάμι, το βουνό, τις πλαγιές, να το λουλούδι, να ο καρπός, αυτά είναι τα μήλα, αυτά είναι τα κεράσια, έτσι τα σπέρνουμε, έτσι φροντίζουμε τα δέντρα, έτσι φροντίζουμε τα ζώα. Να το αρνάκι, να το κατσικάκι. Οι εκδρομές ήταν για μας όχι μόνο  ευκαιρία για παιγνίδι αλλά και για μάθημα.
Πηγαίναμε εκδρομές στο ποτάμι στο μύλο του, κι εκεί μας έδειχνε τη δύναμη του νερού, πηγαίναμε στα Παρούμια, περνώντας  το ποτάμι  ρίχναμε χάρτινες βαρκούλες  και πετούσαμε αεροπλανάκια στις πλαγιές  Τι χαρές !…. Τι  γέλια!….
 Πέρα στα Καληγιώργια μαθαίναμε όλα τα βότανα, που αργότερα θα συγκέντρωνε και ο ίδιος στις συλλογές του και εμείς τον βοηθούσαμε γιατί τα ξέραμε από τότε. Και μαζεύαμε για το σπίτι μας και για το σχολείο όλα τα αρωματικά τα φαρμακευτικά και τα μελισσοτροφικά βότανα.
 Το ξέρεις Γιάννη ότι την άνοιξη είχαμε βδομάδα  μπολιάσματος και μάθαμε τα περισσότερα παιδιά να μπολιάζουμε.
 Είχε πολλά βιβλία και μας διάβαζε ιστορίες Εγώ και η Ασπασία από τον Κώστα κολλήσαμε την βιβλιοφαγία [γέλια].
Τι ωραία στολίδια κάναμε με το χαρτί, γαρύφαλλα, τριαντάφυλλα για την εκκλησία. για τον επιτάφιο και τις εικόνες για την πασχαλιά.
Κάναμε με χρωματιστό χαρτί αλυσίδες για τους πολυελαίους .
Πόσα ωραία πράγματα κάναμε με τον πυλό που μαζεύαμε πέρα στη στροφή για τα Λιγκάτσια.
Το χωλ μπαίνοντας για το δωμάτιο του δασκάλου ήταν εργαστήριο.
Δεν ξέρω αν τα έβλεπα έτσι εγώ, αλλά νομίζαμε ότι ζούσαμε σε ένα ξεχωριστό κόσμο, ονειρικό.
Εκείνο όμως που τον ξεχώριζε ήταν η ευγένειά του και η αγάπη για τα παιδιά.
Όλα τα παιδιά ήθελε να προοδεύσουμε και να μάθουμε γράμματα.
Βέβαια όλα δεν προχώρησαν, όπως και ‘μείς, Πώς  να προχωρήσουμε με τέτοιες συνθήκες;
 Πού να πάμε, πώς να σπουδάξουμε, με τι μέσα;   
Ας είναι:
Τώρα καιρός να σας πω και εγώ για το δικό μου σχολείο.
Εγώ είχα την καλή τύχη να έχω όπως και συ Θάλεια  δάσκαλο τον Κώστα, Το τριάντα εννέα πήγαμε στο Νέο Διδακτήριο, ήταν καινούργιο, με μεγάλη αίθουσα, με το γραφείο, με αίθουσα εργασιών στο ισόγειο.
   Στο νέο διδακτήριο τα μαθήματα γινόταν πιο άνετα.
Δεν νομίζω Ασπασία ότι και το παλιό υστερούσε. Πιστεύω ότι το μόνο μειονέκτημα που είχε  τελευταία το παλιό σχολείο ήταν,  ο θόρυβος από  το καφενείο που άρχισε να λειτουργεί στο Μεσοχώρι.
   Επειδή το νέο διδακτήριο δεν είχε χώρο για σχολικό κήπο ο δάσκαλός μας μετέτρεψε τον κήπο του Παπαγιώργη σε σχολικό κήπο,  πρωτότυπο  μοναδικό στην Ελλάδα που πήρε βραβείο.
Έγραψε και σχετικό βιβλίο για το σχολικό κήπο.
  Ο σχολικός του κήπος ήταν για μας ένα ανοιχτό βιβλίο μάθησης, βιβλίο διδακτικής και παιδαγωγικής.
Στην κατοχή το ό,τι λειτουργούσε έστω και κάπως το σχολείο οφείλονταν στο δάσκαλό μας.
Όταν ήμουν εγώ μαθητής  ήταν τα χειρότερα χρόνια για τον τόπο μας κι απορώ πως μάθαμε γράμματα, πως τελειώσαμε το δημοτικό, εγώ πήγα στην πρώτη τάξη το τριάντα εννέα κι τελείωσα το σαράντα επτά.
Τετράδια δεν είχαμε, γράφαμε  στην πλάκα ή σε κανένα κομμάτι χαρτί του μπακάλη, ή σε τίποτε παλιόχαρτα που βρίσκαμε στο σπίτι.
Με ένα μολύβι  γράφαμε πολλά παιδιά και κιμωλίες κάναμε από ασβέστη που είχε γίνει κιμωλία.
 Πηγαίναμε στο σχολειό νηστικά και χωρίς παπούτσια και πότε σταματούσε το σχολειό γιατί μας κυνηγούσαν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί και κρυβόμασταν στις σπηλιές και στα ρουμάνια ή στα απομακρυσμένα βουνά.
Έτσι τελείωσε η σχολική μου ζωή στο Κουκούλι.  Στη μνήμη μου μένει πάντα χαραγμένη η μορφή του δασκάλου μου και το παράδειγμά του φωτεινός οδηγός.
Το λέω ανεπιφύλακτα, αν έγινα κάτι το οφείλω σ’ αυτόν, αυτόν ακολουθούσα  όταν έκανα μάθημα και στις γραμμές του βάδιζα, δεν μπόρεσα  βέβαια να κάνω ούτε το μισό απ΄ ό,τι έκανε αυτός, αλλά έναν γίγαντα  προσπαθείς να τον μιμηθείς, δεν τον φτάνεις.
Μου κόλλησε και μια αρρώστια, η αγάπη για το χωριό, η αγάπη για τα παιδιά
Στον εμφύλιο σκορπίσαμε όλη σαν τα κυνηγημένα πουλιά. Όπου μπόρεσε ο καθένας. Το σχολειό λειτούργησε μέχρι το 1980 . που έκλεισε  οριστικά.

Ξεκίνησε την πορεία του στις αρχές του 18ου    αιώνα. Προσέφερε τα πάντα στον τόπο μας.
Βοήθησε να δημιουργηθεί αυτό που λέμε Ζαγορίσιος, Ηπειρωτικός Ελληνικός πολιτισμός και τώρα που το κοιτάζουμε,  μουσείο στην ιστορία του τόπου μας,  πονά η καρδιά μας.
 Και λέμε  
            Και ακαρτέρει  και ακαρτέρει……
Δεν έχει όμως επιστροφή.
Ούτε ο Λαζαρίδης θα ξαναδιδάξει στο σχολειό μας , ούτε τα γέλια της Θάλειας και της Ασπασίας και των άλλων παιδιών θα ξανακουστούν ούτε τα παιγνίδια, ούτε οι αταξίες του Γιάννη.





Κλείνοντας σκέπτομαι:
Που την βρήκαν  οι δυο αδελφές, η Θάλεια και η Ασπασία, αυτή την ευαισθησία, την αγάπη για τον άνθρωπο, για το χωριό, για τον πολιτισμό μας, την αγάπη για το σχολειό τους;
Σίγουρα τους έχουν μείνει βαθιά στην ψυχή τους οι εικόνες των Δασκάλων τους του Τσιούφη, και του Λαζαρίδη.
Σίγουρα βλέπουν την εικόνα του Πλακίδα, που τώρα πια δεν είναι κρεμασμένη στην αίθουσα του παλιού σχολείου, γιατί έγινε ξενώνας.
 Την έχουμε  κρεμασμένη στο γραφείο του νέου σχολείου που τώρα είναι γραφείο και της αδελφότητας, την έχουμε ακόμη κρεμασμένη  στην καρδιά μας κι η Θάλεια  κι η Ασπασία κι  όλοι μας μαζί με τη φωτογραφία του Λαζαρίδη και των άλλων δασκάλων μας και λέμε:


                          Τι ευγενικός άνθρωπος
                            τι σωστός δάσκαλος



Πίνακας με τα ονόματα των μαθητών του σχολείου μας

Αύγουστος 1938

Α΄. σειρά κάτω από αριστερά προς τα δεξιά

1.Ευλαλία Πετράκη 2- Δημ. Καψάλης 3- Ιωάννης  Βακάμης

4. -Ειρήνη Βακάμη 5.-Μανώλης Χαντζάρας 6- Ελένη Χουλιάρα
7. -Ανδρονίκη Νίκα 8.-Ιωάννης  Νίκας  9- Κων/νος Ντέτσικας
10- Κλειώ Χρήστου 11-  Οδυσσέας Νίκας 12- Ναυσικά Πετράκη
13 -Σταυρούλα Σπύρ Τάγκα -14 Αλίκη Ντέτσικα.

                                  2η σειρά
15 -Νίκος Χρήστου  16 -Ελένη Πετράκη -17 Αχιλλέας  Λένης
18-Μιχάλης  Παπαβασιλείου 19- Σπυρος Π.Τσουμάνης 19 -Ανδρέας Μ.Τσουμάνης 20 Γιώργος Λ.Χαντζάρας 21 Δροσούλα Γρ. Ζήγου22- Χρήστος Αποστ. Χαντζάρας 23  -Φίλιππας Λιόκας  24 -Χαράλαμπος Σπ. Τάγκας 25- Θεοφάνης  Λιόκας.

Όρθιοι
από αριστερά προς τα δεξιά
----------------------------------------------------------------------------
26 -Κων/νος Πετράκης 27 - Γιώργος Στεφ. Χαντζάρας
28- Κων. /νος Χριστοδ.Τάγκας
29-Ευθ, Χρ. Τάγκας 30-  Ευάγγελος Γόγολος 31- Λάμπρος Γόγολος
32 Γεράσιμος Γρ, Ζήγος 33 άγνωστος   34 άγνωστος
35-Μιχαήλ Χριστοδ. Τάγκας 36- Ελεονώρα Γρηγ Ζήγου 37- Ανδρέας Σ,Ντέτσικας 38 -Κλεονίκη Σπ. Ζήγου 39- Διονυσία Χουλιάρα 40- Ευθαλία Χριστοδ. Τάγκα  41-Ελευθερία Χουλιάρα 42- Μελπομένη Γόγολου 43-Σοφία Χουλιάρα
44-Λαμπρινή Σπ. Τάγκα
45- Ανδρονίκη Καψάλη
46- Δήμητρα Λαζ. Χαντζάρα
47- Τηλέμαχος Μιχ. Τσουμάνης
48- Βικτώρια Σπ. Τάγκα   
  Παρατήρηση
Οι σημειούμενοι με στίγματα είναι οι:
Γεράσιμος Τάγκας- Νίκος Γόγολος,-Θεόδωρος Π.Τουμάνης
Είναι άγνωστο όμως ποιοι είναι στη φωτογραφία.

Οι δάσκαλοι είναι:



Από αριστερά ο Κώστας Λένης: Υπηρετούσε τότε στο Στολοβό σημερινό Διπόταμο.
Από δεξιά: Ο Κώστας  Λαζαρίδης
Υπηρέτησε στο χωριό από το 1923 ως το  1947.
Η αναγνώριση των προσώπων έγινε από τους : Αχιλλέα Λένη και Ευθαλία Πετράκη.           






Θέμα 6ο

Πως επικοινωνούσαν οι χωριανοί μου μεταξύ των και με τα άλλα μέρη


Η μετακίνηση από το χωριό μας σε άλλο μέρος κοντινό ή μακρινό ήταν απαραίτητη στα παλιά χρόνια όπως και η επικοινωνία μεταξύ των και με τον άλλο κόσμο. Ένας πρόσθετος λόγος ήταν η ξενιτιά.
Για να πας στην ξενιτιά έπρεπε να υπάρχουν δρόμοι, τρόποι επικοινωνίας. Ο ξενιτεμένος ένιωθε την ανάγκη να βρίσκεται σε επικοινωνία με τους δικούς του να στέλνει γράμματα, ειδήσεις, πως είναι αν είναι γερός.   Κατά διαστήματα ερχόταν και στο χωριό τους και στους δικούς τους.
Αυτό δημιούργησε την ανάγκη να γίνουν δρόμοι  να ζέψουν τα φαράγκια με γεφύρια για να περάσουν πάνω από ορμητικά ποτάμια.
Για τούτο θα δεις στον τόπο μας μοναδικούς δρόμους, τις σκάλες, όπως είναι του Βραδέτου και καταπληκτικά γεφύρια του Μίσιου, του Νούτσου, του Πλακίδα,του Κοντοδήμου.
Βέβαια εδώ θα πώ για τις επικοινωνίες δεν με ενδιαφέρει να πω πως έγιναν όλα αυτά, είναι άλλο θέμα.
Θα πω πώς πήγαιναν οι χωριανοί μου στα Γιάννενα και από εκεί στην ξενιτιά και πως επικοινωνούσαν με τα άλλα χωριά αλλά και μεταξύ των μέσα στο χωριό.
Πλαίσιο κειμένου:  
(64)
Στο χωράφι με το Γαϊδουράκι
Το γαϊδουρακαλί, το περιφρονημένο αυτό ζώο έσωσε όλη τη φτωχολογιά στα δύσκολα χρόνια  που πέρασε ο λαός μας
Για να κατεβούμε στα Γιάννενα, πριν το 1930 κατεβαίναμε   στο γεφύρι του Κόκκορου από εκεί στους Ασπραγγέλους, περνάμε το Ροντοβάνι και μετά από επτά περίπου ώρες φτάναμε στα Γιάννενα.
Δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε την ίδια μέρα και κοιμόμασταν σε κανένα συγγενή ή στο ξενοδοχείο το χάνι του Κόρακα.
Άλλοι γυρίζαμε στο χωριό φορτωμένοι στην πλάτη τα ψώνια, άλλοι όπως ο Γιώργος ο Γιανακός που είχε το παντοπωλείο στο χωριό.
Δεν μπορούμε σήμερα να φανταστούμε πόση ήταν η ταλαιπωρία και προπαντός όταν ήταν χειμώνας και έπρεπε να κατεβείς οπωσδήποτε. Θυμάμαι μια ιστορία που μας έλεγε η ξαδέρφη μου η Μερόπη.
Έπρεπε να πάμε οπωσδήποτε στα Γιάννενα.
Το χιόνι ήταν πάνω από μέτρο και ήταν όλα παγωμένα Όταν πήγαμε, πήγαμε κάπως καλά.
  
Πλαίσιο κειμένου:  (65)
   Το χάνι  του Ζηνδριλή στο Μοναστήρι της Σερβίας { Μπιτόλια}
 Τα χάνια ήταν οι χώροι επικοινωνίας των κατοίκων της Ηπείρου.
 Εκεί ανταμώνονταν οι ξενιτεμένοι, γίνονταν οι συναλλαγές και κάθε είδος επικοινωνίας.
                                       
 Όταν γυρίζαμε το καλτερίμι πάνω στο γεφύρι του Κόκκορου ήταν παγωμένο, αν περνούσαμε μπορεί να γλυστρούσε ο Ντορής και να πάει κάτω στο ποτάμι.
Τι να κάνουμε;.....
 Τυλίξαμε τα πόδια του αλόγου με τσουβάλια, το κρατούσα εγώ από το χαλινάρι και ο Γιώργος από την ουρά και έτσι σιγά -σιγά περάσαμε.
Όταν φτάσαμε κάτω στο δρόμο το άλογο ήταν πνιγμένο στον ιδρώτα από την αγωνία και την προσπάθεια, όπως και εμείς.
Για να πάς στην ξενιτιά ήταν τα καραβάνια.
Περίφημο ήταν το καραβάνι του Ρώβα, που ο κόσμος του είχε κάνει και τραγούδι.
Ο Ρώβας εξεκλίνησε και στη Βλαχιά να πάει
γεια σου Ρώβα μου
Πήγαιναν με τα καραβάνια για λόγους ασφαλείας και για να είναι παρέες.
Οι κίνδυνοι από τους ληστές ήταν μεγάλοι.
Για να φτάσουν στον προορισμό των, στην Κων/πολή παράδειγμα ή στο Βουκουρέστι ακόμη και στη Ρωσία κάναν μέχρι και ένα μήνα. Σταματούσαν στα χάνια για τροφή, ξεκούραση δική των και των ζωντανών, των αλόγων.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας δεν υπήρχαν ταχυδρομεία, και   είχαμε ιδιωτικούς ταχυδρόμους που φέρναν από την ξενιτιά γράμματα ή χρήματα, ταχυδρόμος μου έλεγε ο Λαζαρίδης ήταν ο πατέρας του ο Παύλος.
Όταν κάποιος ήθελε να φέρει πολλά πράγματα για το σπίτι του τα έφερνε με τα καραβάνια ή με τα πλοία.
Τα πλοία στα πολύ παλιά κινούνταν με τα πανιά και τα δρομολόγια στη θάλασσα πολύ επικίνδυνα.
Πλαίσιο κειμένου:  
(66)
Ο Ταχυδρόμος Παύλος Λαζαρίδης πατέρας του Κώστα Λαζαρίδης
                     Αρχ Οικ Κώστα Λαζαρίδη
Από την εποχή της τουρκοκρατίας υπήρχε  ένα σύστημα ιδιωτικών ταχυδρόμων στο τόπο μας.


 










Αργότερα έγιναν τα ατμόπλοια, οι σιδηρόδρομοι, ως που φτάσαμε στα αυτοκίνητα και στα αεροπλάνα.
Σήμερα σε λίγες ώρες μπορείς να πας στην άλλη άκρη της γης.
Στα άλλα χωριά πηγαίναμε από τις σκάλες, με τα πόδια ή με τα ζώα.
Το ευλογημένο ζώο για το χωριό μας ήταν το γαϊδουράκι, η Παγώνα μας και η Ανδρομάχη μας.
Για το γαϊδουράκι και στην προσφορά του στο χωριό μας και στην κοινωνία μας θα γράψω ξεχωριστά, νομίζω το αξίζει.
Η μια σκάλα   που πηγαίναμε για την Μπάγια- Κήπους σήμερα- περνάει από τον Αι Γιάννη, τα Καληγιώργια από το γεφύρι του Κοντοδήμου και φτάνει στην Μάγια.
 Αυτή είναι ανατολικά του χωριού μας. Δυτικά είναι σκάλα που πηγαίνει για την Βίτσα.
Κατεβαίνεις   στα Μπογάτσια   βρίσκεις τη σκάλα δίπλα στο Κουλούρι της Χριστοφόραινας. Φτάνεις στο Βίκο, περνάς το γεφύρι του Μήσιοιυ και ξανά ανεβαίνεις την Βιτσινή σκάλα και φτάνεις στο κάτω μέρος της Βίτσας. Κουκούλι Βίτσα μια ώρα. Κουκούλι Κήπους τρία τέταρτα.
Για να πάμε στα Γιάννενα κατεβαίναμε το μονοπάτι - σκάλα ,που ξεκινά πιο κάτω από την εκκλησία, έφτανε στον Κοκκινόη και μετά μόνο χωματόδρομος ως το γεφύρι του κυρ Νούτσου ή Κόκκορου.
Απόσταση για να κατεβείς ένα τέταρτο για να ανεβείς στο χωριό τρία τέταρτα. Παλιά ήταν και σκάλα που πηγαίναμε στο γεφύρι του Πλακίδα, όταν έγινε όμως η άσφαλτος χάλασε. Στο Καπέσοβο πηγαίναμε με δυό μονοπάτια, ένα που ξεκινούσε από τη βρύση του Σιοποτούρη και άλλο από τη Σκόκα.

Είχε και μονοπάτια που πηγαίναμε στα χωράφια μας, στα Παρούμια, στις Φτέρες, στις Καστανιές, στα Κοσιάρια.
Τώρα τα περισσότερα έχουν κλείσει γιατί κανένας δεν περνά.
Πλαίσιο κειμένου:  
(67)
Ο Ταχυδρόμος στο χωριό
   Ο ταχυδρόμος ήταν η ψυχή του χωριού και στις χαρές και στις λύπες
Βιβ Ριζ Τα Ζαγοροχώρια
















Η επικοινωνία μέσα στο χωριό.
Για να κυκλοφορήσουμε μέσα στο χωριό έχουμε τα σοκάκια και τα καλτερίμια.
Το χωριό μας λόγω και της θέσης του έχει μια καλή σχετικά ρυμοτομία δυό ίσιους σχετικά δρόμους, ο ένας ξεκινά από τη βρύση του Σιοποτούρη κα φτάνει στη Σκόκα και ο άλλος από την εκκλησία και φτάνει στη Σκόκα και τέσσερις
καθέτους.
Η μια κάθετος- καλτερίμι- ξεκινά από την εκκλησία και φτάνει στη βρύση του Σιόποτου, η άλλη από το άλλο καλτερίμι κι αρχίζει από το σπίτι του Τσάλιου και φτάνει στου Παπαγιώργη στο Σχολικό Κήπο.
Το τρίτο από το σπίτι των αδελφών Βακάμη και φτάνει στο σπίτι των Κοκκοραίων.
Υπάρχουν κι μικρότερα καλτερίμια όπως το καλτερίμι που από την παιδική χαρά φτάνει ως το σπίτι του Γουνόπουλου και του Λένη, Το καλτερίμι πίσω από το μαγαζί, το καλντερίμι πίσω τα σπίτια του Π. Παππά και του Χαντσάρα. Την άνοιξη τα καλτερίμια είναι ένας ολάνθιστος κήπος, όπως και όλο το χωριό. Στα πλάγια, στα ακαλλιέργητα χωράφια χιλιάδες λουλούδια και ανθισμένα δέντρα, μηλιές κερασιές, αχλαδιές και πολλοί θάμνοι, αγριοτριανταφυλλιές, αγράμπελες και ότι να φανταστείς. Το χειμώνα αλλάζει το τοπίο.
Τότε όλα είναι σκούρα, αφού δεν υπάρχουν φύλλα και μόνο πέρα στον Αγιάννη και στο Μιτσικέλι, βλέπεις λίγο πράσινο από τα πεύκα.
Το χειμώνα το χωριό είναι κατάλευκο, αφού πολλές φορές ρίχνει και ένα μέτρο χιόνι. Και καλή είναι η ομορφιά του χιονιού ,αλλά οι δυσκολίες είναι και αυτές μεγάλες. Οι χωριανοί μου πρέπει να σηκωθούν πρωϊ- πρωϊ να πάν για τις δουλειές τους, να φροντίσουν τα ζώα, να παν τα παιδιά στο σχολειό, τότε δεν έκλειναν τα σχολεία για   το τίποτε όπως σήμερα.
Πλαίσιο κειμένου:  

(68)
  Αυτοκίνητο στο Ζαγόρι
Δρόμος στο χωριό μας έγινε το 1936 τότε ήρθε και το πρώτο αυτοκίνητο. Πιο μπροστά η επικοινωνία γινόταν με τα ζώα, και με το πλοίο στην Πρέβεζα.
    Βιβ Ριζ Ζαγορισίων Πολιτεία
Και το πρόβλημα να το φανταστείς στην κατοχή που τα σπίτια ήταν άδεια. Μόλις έβγαινε ο ήλιος άκουγες από το ένα και το άλλο μέρος του χωριού -Ανοίξτε δρόμο ως τη πλατεία από εκεί και πέρα θα ανοίξουμε εμείς. Κι έπαιρναν φωτιά τα φτυάρια και οι καρβελάδες, ήταν τα ξύλινα φτυάρια που ρίχναμε το ψωμί στο φούρνο. Πολλά είπα για τον χειμώνα, όταν είπα για τη ζωή στο χωριό τον χειμώνα μίλησα και εκεί και δεν είναι σωστό να τα επαναλαμβάνω. Εκείνο που είναι χαρακτηριστικό και πρέπει να το πώ, είναι ότι ο κόσμος για να αντιμετωπίσει το χιόνι είχε εφεύρει και άλλους τρόπους, όπως τα παγοπέδιλα, που τα λέγαμε και    κλάπες.
Ήταν μεγάλες πατούσες καμωμένες με κλαδιά   φουντουκιάς ή ιτιάς και τις δέναν στις σόλες των παπουτσιών και επειδή είχαν μεγάλη επιφάνεια δεν βούλιαζαν Λίγα θα πώ και για τους άλλους τρόπους επικοινωνίας. Νομίζω ότι είπα κάτι για τους ταχυδρόμους.
Μετά που έγινε ελληνικό είχαμε και τακτικό ταχυδρομείο στους Κήπους. Εγώ θυμάμαι τον Διομήδη τον Σταυρίδη.
Εμείς όταν λέγαμε Διομήδης νομίζαμε ότι όλοι οι ταχυδρόμοι λέγονταν Διομήδης. Πως τον περιμέναμε, δεν φαντάζεστε, όσοι προπαντός είχαμε ανθρώπους στην ξενιτιά: Εμείς τον περιμέναμε με περισσότερη αγωνία γιατί θα μας έφερνε τα γράμματα, τις επιταγές και περισσότερο τα δέματα από τον θείο μας από τη Σπάρτη. Έστελνε τόσο τακτικά και τόσο μεγάλα δέματα, γεμάτα με σταφίδες θρεψίνη και χίλια άλλα καλούδια.
Όλα τα θυμάμαι, αλλά περισσότερο τη θρεψίνη, ήταν βλέπετε μοναδικό γλυκό για μας, Ο Διομήδης- ο ταχυδρόμος έλεγε στη μάνα μου να πάει να τα πάρει από το γραφείο στην Μπάγια, δεν είναι δυνατόν να τα φέρνει φορτωμένος.
Ο Διομήδης ήταν η ψυχή του χωριού μας, και αν έχει κάνει και καμιά αμαρτία ο θεός θα του τα έχει συγχωρέσει.
Είχαμε και ταχυδρόμο από το χωριό μας, που ξεκινούσε κάθε πρωί από την Μπάγια και έφτανε στα χωριά στα Ριζά, επτά ώρες να πάει και επτά να γυρίσει.
Αν ήταν αγωνιστής του μαραθώνιου θα έβγαινε πολλές φορές πρωταθλητής.
Και σημειώστε ότι ο ταχυδρόμος έκανε τα δρομολόγια με οποιοδήποτε καιρό, με χιόνια με βροχές.
Θέλω να πώ λίγα και για τους άλλους τρόπους επικοινωνίας.
Και προπολεμικά υπήρχε κάποιο χειροκίνητο τηλέφωνο στο χωριό, όχι όμως για να τηλεφωνούν οι κάτοικοι, αλλά για την κοινότητα και για έκτακτες ανάγκες. Για το πως ήταν η επικοινωνία με το τηλέφωνο θα σας πω ένα παράδειγμα, για να καταλάβετε.
Το 1960 όχι το 1930, ήμουν δάσκαλος στην Ξάνθη σε ένα χωριό. Για να μιλήσω με τη μάνα μου έπρεπε να δώσω την διεύθυνση στο χωριό μου του τηλεγραφείου, το τηλέφωνο ήταν στο γραφείο της κοινότητας, ο τηλεφωνητής από το χωριό μου επικοινωνούσε μετά από δυό τρείς ώρες με το χωριό μου, ο γραμματέας της κοινότητας έλεγε στη μάνα μου ότι στις εξ η ώρα να ρθεί για τηλέφωνο με την Ξάνθη καθόταν κάμποση ώρα στο γραφείο και μετά μιλούσαμε. Καταλαβαίνετε. Το ίδιο γινόταν και όταν ήμουν στρατιώτης.
Αργότερα το τηλέφωνο το είχε στο σπίτι του ο κλητήρας του χωριού, ο Πέτρος Βακάμης ο αδελφός μου,  για να επικοινωνεί και κάποιες άλλες ώρες που το κοινοτικό γραφείο ήταν κλειστό.
Είχε τη μεγαφωνική συσκευή στο ξώστρι ή μέσα στην αποθήκη για να μην ακούγονται οι συνδιαλέξεις, και μόλις κάποιος από άλλα μέρη ζητούσε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με κάποιον δικό του στο χωριό, φώναζε ο αδελφός μου από το μικρόφωνο και το μεγάφωνο που ήταν πάνω ψηλά στην καρυδιά.
Ο τάδε, ας πούμε ο Κώστας ή η Μερόπη να ρθεί μετά από μισή ώρα στο τηλέφωνοοοοο ...
Καταλαβαίνετε, δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πω περισσότερα. Θα σας πώ και κάτι που ίσως σας φανεί απίθανο.
Το χωριό μας από την Βίτσα σε ευθεία γραμμή δεν απέχει περισσότερο από 500 μέτρα, αν μάλιστα κατέβει κάποιος στην άκρη του Βίκου από την μια και την άλλη μεριά η απόσταση συντομεύεται στα εκατό μέτρα.
Στα παλιά χρόνια λοιπόν, λένε, οι  νύφες   οι Κουκουλιώτισσες που είχαν έρθει από την Βίτσα, έβγαιναν στον πάτο   το Κουλούρι της Χριοστοφόραινας ή στα Μπογάτσια έβλεπαν την μάνα τους που είχε κετεβεί στο Βίκο απέναντι από το μέρος της Βίτσας και άρχιζαν την κουβέντα.
-Πως είσι Ρίναμ... πως τάχς τα πιδιά, τι νέα άπου του Γιάνν, πήρις κανένα γράμμα σούστειλι καμιά δραχμή.
Καλά μάνα   είχαν λίγου πυριτό τα πιδιά, τώρα καλά είνι.
Γράμμα τώρα τιλιφταία δεν πήρα. Πρν από κιρό μόστιλι κι λίγα λιπτά και τα βουλεύου.


Η  ζωή έχει και τα ευτράπελά της.
Ο λαδάς που την είχε στο μέτωπο…
Η τατούλα  η     Νούλα φτάνει αναστατωμένη στο σπίτι.
Τη βλέπουν οι εγγονές της και τη ρωτούν.
Τι έπαθες τατούλα
Η γριούλα κοκκινίζει από ντροπή και δε θέλει να μιλήσει.
- Τι έπαθες καλέ.... τη ρωτούν τα κορίτσια.
- Ακούτε μωρέ τι είδα στο Μσουχώρ.
-Τι είδες.
- Είδα του λαδά  που τ’ ν είχι στου μέτουπου.
-Ποια έχει
-Την   τέτοια του
Ποια τέτοια.............. μωρέ;
-Αφού δεν ντρέπιστει.... θα σας του πω.... -Την τσουτσού του....
-Κι ποιος σούειπι ότι ήταν η τσουτσούτ'.
Ου μπάρμπας ου Νιστουρίδς
Τα κορίτσια κρατούν τις κοιλιές τους από τα γέλια.
Τι είχε συμβεί ;
Την τεράστια ελιά του λαδά  στο μέτωπο η καημένη η γριούλα την πέρασε για τσουτσού.
Τα κορίτσια γελάν ακόμα από το πάθημα της γριούλας.




Ανέκδοτα- αστεία- εύθυμες ιστορίες
Τα λουκούμια που κάναν φτερά
Ο μπάρμπα Γιάννης ο Φερεντίνος, ο ανάπηρος, είχε νοικιάσει το καφενείο του χωριού. Πουλούσε κανέναν καφέ, κανένα τσίπουρο και περίμενε πότε θα τελειώσει το ραμί, τα μεσάνυχτα για να πάει σπίτι του.
Είχε κοντά στο παράθυρο και ένα κουτί με λουκούμια. Αγόραζε κανένα παιδί, έδινε και σε κανέναν που δεν ήθελε καφέ ή τσίπουρο.
Ο καημένος όμως, έβλεπε ότι τα λουκούμια τελείωναν χωρίς να τα πουλάει.
Τι γίνεται; Πως πετάν τα λουκούμια; Μην του τα κλέβουν οι πελάτες; Δεν είναι δυνατόν, τα είχε μακριά από το τεζάκι.
Ένα μεσημέρι καλοκαιριού, έκλεισε το μαγαζί από μέσα και κάθισε σε μια καρέκλα για να ξεκουραστεί και τότε τι βλέπει….       ! Μια βέργα μπήκε από το παράθυρο, πήγε πάνω από τα λουκούμια και άρχισε να σηκώνεται με ένα λουκούμι καρφωμένο στην άκρη της. Έτρεξε έξω να δει τι γίνεται….. οι δράστες είχαν γίνει άφαντοι, μόνο μια βέργα κρανίσια ήταν πεταγμένη στο Μεσοχώρι και στην κορυφή της ήταν καρφωμένο ένα λουκούμι.
Τι γινόταν λοιπόν         !;
Οι πιτσιρικάδες του χωριού με αρχηγό τον Θόδωρο τον Κοντοδήμο, περνούσαν μια βέργα κρανίσια από το σπασμένο τζάμι και κάρφωναν τα λουκούμια.
Ο καημένος ο μπάρμπα Γιάννης έλυσε το μυστήριο, τα λουκούμια
όμως είχαν κάνει φτερά.

















Θέμα 7ο
Το Δημογραφικό πρόβλημα στο Κουκούλι
1850-1950
Το θέμα αυτό είναι πολύ δύσκολο να το διαπραγματευτείς γιατί επηρεάζεται από χίλιους παράγοντες, οικονομικούς, κοινωνικούς, φυλετικούς, εθνικούς. Δεν υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία γι αυτό το θέμα. Θα προσπαθήσω όμως να το πλησιάσω όσο είναι δυνατόν μέσα στις λίγες σελίδες που έχω διαθέσιμες.
Πρώτα θα πούμε για τον πληθυσμό του χωριού μας.
Αν κοιτάξουμε τα δημοτολόγια και τα μαθητολόγια αλλά και άλλα έγγραφα παλιά του χωριού μας, από το 1830 μέχρι και το1880, θα δούμε ότι το χωριό μας είχε περίπου 400 κατοίκους. Από το 1880 και μετά έχουμε μια σταδιακή μείωση του πληθυσμού. Και φτάνουμε μετά το 1950 στη σημερινή τραγική κατάσταση.
 Τι πρέπει να λάβουμε υπόψη μας για να ερμηνεύσουμε την πορεία του πληθυσμού από τότε μέχρι σήμερα;
Πρώτα πρέπει να υποθέσουμε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, στους κατοίκους αυτούς υπολογίζονταν και οι ξενιτεμένοι, γιατί διαφορετικά τα νούμερα υπερβαίνουν πολύ την πραγματικότητα.
Παράδειγμα, σήμερα το χωριό μας έχει γύρω στους είκοσι με τριάντα κατοίκους το χειμώνα, αν πάρουμε όμως τους εγγεγραμμένους στην κοινότητα είναι πολύ περισσότεροι.
Ένα άλλο που μας ενδιαφέρει είναι ότι εκείνη την εποχή δεν υπολογίζαμε τους σαρακατσάνους, αφού ούτε εγγεγραμμένοι ήταν ούτε κατοικούσαν μέσα στο χωριό.
 Τότε το 1830 το χωριό μας είχε τρία σχολεία, αρρεναγωγείο, παρθεναγωγείο και τρεις τάξεις γυμνάσιο, τώρα έχει είκοσι χρόνια, που δεν έχει ούτε δημοτικό.
Το 1913 όπως αναφέρει ένας επιθεωρητής είχε μόνο 12 παιδιά και το 1925μόνο δεκατρία.
Όπως δείχνουν τα μητρώα υπάρχει μεγάλη υπογεννητικότητα από το 1880 μέχρι και το1930.
Μια αύξηση του πληθυσμού παρατηρείται την δεκαετία τριάντα, σαράντα.
Τότε έχουμε πολυμελείς οικογένειες, του Τολίδη, του Πετράκη, των Μπακαμαίων, του Δημήτρη Παππά και κάποιων άλλων.
Το 1940 το σχολειό είχε 19 παιδιά μόνο από το χωριό εκτός από τα σαρακατσανάκια.
Στα εκατό αυτά χρόνια χάνονται πολλά επίθετα, αλλά και πολλές οικογένειες που υπήρχαν μέχρι τότε, όπως φαίνονται από τα δημοτολόγια τα προικοσύμφωνα τα πωλητήρια, άλλα χαρτιά του χωριού δεν υπάρχουν πια.
Που πήγαν αυτές; γιατί έφυγαν;
Από τις παλιές οικογένειες σαν επίθετα σώζονται μόνο του Τολίδη, των Κοκκοραίων, των Βακαμαίων, του Σβώλου και λίγων άλλων.
Σε όλα αυτά τα ερωτηματικά θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε λαβαίνοντας υπ' όψιν μου και όσα έγραψαν ο Λαμπρίδης και ο Λαζαρίδης και από τις γραπτές ή προφορικές πηγές που ελάχιστες, ευτυχώς, υπάρχουν ακόμη.
Πρώτο θέμα που μας ενδιαφέρει είναι η αιτία μείωσης του πληθυσμού.
Οι αιτίες είναι πολλές και τις αναφέρω πιο αναλυτικά στο θέμα μου « Εκατό προβληματικά χρόνια στο Κουκούλι».
Ήταν όπως είπα οι ληστείες που έκαναν πρώτα τους πλούσιους και μετά τους φτωχούς να πάρουν των ομματιών τους και να φύγουν από το χωριό. Έπειτα οι συνεχείς πόλεμοι, οι άσχημες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν και τέλος το μεγάλο χτύπημα η μετανάστευση στο εξωτερικό και η αστυφιλία.
Και δεν είναι βέβαια το πρόβλημα μόνο στο χωριό μας που στο τέλος ήταν και είναι ένα μικρό χωριό, έχουμε χωριά έξω από τον κάμπο των Γιαννίνων, που έχουν μόνο γέρους, δεν έχουν σχολειό και έχουν πάνω από χίλιους ψηφοφόρους.
Ένας άλλος λόγος ήταν οι άκληρες οικογένειες ή οι οικογένειες πουν τα παιδιά των δεν παντρεύτηκαν και έχουμε πολλές τέτοιες περιπτώσεις στο χωριό μας, ακόμη και σήμερα.
Χάθηκαν τελείως οικογένειες όπως του Φλώρου, του Μπαντόκα, του Χούτα, του Στρούμπου κ.λπ.
Εγώ γνωρίζω ακόμα και στα χρόνια μου οικογένειες που χάθηκαν, όπως της Χούτος, του Τσάλιου κ.λπ.
Και άλλοι παράγοντες συνετέλεσαν να αλλάξει το δημογραφικό τοπίο στο χωριού μας.
Δεν ξέρω αν στο χωριό μας δημογραφικά υπερτερούσαν τα κορίτσια ή υπήρχε άλλος λόγος, εκείνο που ξέρω είναι ότι στα τελευταία εκατό χρόνια έχουν έρθει πολλοί γαμπροί στο χωριό μας.
Αναφέρω ενδεικτικά τον Παπαβασιλείου, τον Ζήνα, τον Μήτσιο τον Παπά, τον Πετράκη, τον Γιανακό, τον Λένη και αρκετούς άλλους. Και δεν ήρθαν μόνο πολλοί γαμπροί αλλά και πολλές νύφες στο χωριό. Οι μόνες οικογένειες που έμειναν αμετάβλητες τουλάχιστον μέχρι το 1960 ήταν των σαρακατσαναίων και τούτο γιατί η κοινωνία ήταν κλειστή και δεν επέτρεπε επιμειξίες με άλλες κοινωνικές ομάδες.
Τι σημασία έχει τώρα που αναφέρω όλα τα παραπάνω;
Είναι σίγουρο ότι η δημογραφική αλλαγή ενός τόπου αλλάζει και το πολιτιστικό και το κοινωνικό τοπίο γενικά στο τόπο.
Οι άνθρωποι που έρχονται, φέρνουν μαζί τους, μέχρι ενός σημείου και την δική τους ζωή, τη νοοτροπία τους, τα ήθη και τα έθιμα τους, τον τρόπο εργασίας, τον τρόπο ανατροφής των παιδιών, ακόμη και την κλίση για τα γράμματα, τις επιστήμες κ.λ.π. Βέβαια με τα χρόνια πολλοί προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες ζωής, αν μάλιστα αυτές είναι καλλίτερες από εκείνες που είχαν όταν ζούσαν στο τόπο τους, αλλά η νοοτροπία δεν αλλάζει τελείως.
Οι Ζαγορίσιοι που έζησαν χρόνια στην ξενιτιά,- χωρίς να χάσουν το τοπικό τους χρώμα ούτε την αγάπη για την πατρίδα των-, έφεραν πολλά στοιχεία από τα μέρη που ζούσαν και τα μπόλιασαν στον τόπο τους, για τούτο λέμε ότι ο Ζαγορίσιος πολιτισμός έχει πάρει πολλά από τον τρόπο ζωής και τις ιδέες της Ευρώπης.
Αυτόν το θαυμάσιο πολιτισμό που μας παρέδωσαν οι πρόγονοί μας θα πρέπει να τον διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού, χωρίς να δημιουργούμε μετερίζια, όπως λέει ο Παλαμάς και να στεκόμαστε εχθρικά σε κάθε νέο που συμβάλει στην πολιτιστική κι οικονομική ανάπτυξη του τόπου μας.



 Θέμα 8ο

Η ασφάλεια στα χρόνια τα παλιά 1850-1950 περίπου

και πως την εξασφάλιζαν



Μας πήρε η μέρα κι η αυγή, για σου Νταβέλ’ αρχιληστή,
γιε μ’ μας πήρε μεσημέρι, Λεωνίδα και Νταβέλη.

Σιαπού θα λημεριάσουμε, Νταβέλη θα μας πιάσουνε,
που θα κάνουμε λημέρι, γεια σου αρχιληστή Νταβέλη.

Σε ‘ κείν’ τη ράχη την ψηλή, γεια σου Νταβέλη αρχιληστή,
γιε μ’ στην άλλη από πέρα Λεωνίδα και Νταβέλη.
Θα φέρει η βλάχα το κρασί, για σου Νταβέλη αρχιληστή,
Γιέμ’ κι ο βλάχος το κριάρι, γεια σου Νταβέλη μ’ παλικάρι.
Πλαίσιο κειμένου:     

(69)
O Νταβέλης ο Λήσταρχος το 1860 περίπου
Ιωάννης Μέγας ο Ληστοφάγος 1960 περίπου Αποσπασματάρχης διώκτης των ληστών

Μέχρι το 1868 την ασφάλεια του κάθε χωριού στο Ζαγόρι την εξασφάλιζαν οι ίδιοι οι κάτοικοι, με ένοπλους φύλακες κυρίως Σουλιώτες.
Στην εποχή του Αλή Πασά η ασφάλεια ήταν εξασφαλισμένη, γιατί είχε εξοντώσει τους ληστές και είχε περιορίσει σε μεγάλο βαθμό τη ληστεία.
Τότε το Ζαγόρι έζησε περίοδο ηρεμίας και ανάπτυξης.
Στη συνέχεια όμως μετά το θάνατο του Αλή Πασά, και μάλιστα μετά το τέλος της επανάστασης, το Ζαγόρι γνώρισε μια από τις μεγαλύτερες αναστατώσεις και καταστροφές, από τους Αλβανούς που επέστρεφαν στην πατρίδα τους, μέχρι που αναγκάστηκαν οι Ζαγορίσιοι να ζητήσουν, πληρώνοντας τεράστια ποσά την παρέμβαση της Τουρκικής διοίκησης, και το πέτυχαν.
Όμως στη συνέχεια δεν γνώρισαν την ασφάλεια που επεδίωκαν.
Οι ανυπότακτοι καπεταναίοι της επανάστασης, μη έχοντας καμιά προστασία από τους Βαυαρούς την εποχή εκείνη οργάνωσαν συμμορίες πέρασαν στις τουρκοκρατούμενες περιοχές κι λεηλάτησαν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο τα Ζαγοροχώρια.

Μετά την κατάργηση των προνομίων το 1868 η ληστεία στο Ζαγόρι οργιάζει με τραγικές συνέπειες για τον τόπο μας.
 Το τουρκικό κράτος ήταν ανίκανο να προσφέρει το ίδιο ασφάλεια. Έτσι κάθε κακοποιό στοιχείο βρήκε ευκαιρία να δράσει ανενόχλητα.
 Μόλις κατάλαβαν ότι ακόμη στον τόπο μας υπάρχει πλούτος, και δεν υπάρχει ασφάλεια πέσαν σαν τα κοράκια.
Αρχίσαν να ανοίγουν τα αρχοντόσπιτα, το αρχοντικό των Πλακιδαίων, του Μπολονάση, του Φραγγούλη, της Βασιλαρχόντισσας.
Να παίρνουν σκλάβους τους άρχοντες και να τους εξαγοράζουν με μεγάλα λύτρα, ή να τους σκοτώνουν αν δεν δίναν λύτρα.
 Εβδομήντα δυο ληστείες έχουν γίνει στα Ζαγοροχώρια και στην Ήπειρο σε μια εκατονταετία.
Και δεν ήταν μόνοι των είχαν και συνεργάτες, από ντόπιους πληθυσμούς όπως τους σαρακατσάνους, τους αρβανιτόβλαχους και τους καραγκούνηδες.
Πολλοί ληστές για να έχουν την εύνοια των ντόπιων πληθυσμών παρίσταναν τους Ιππότες των Ορέων, δήθεν ότι βοηθούσαν τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους, δίναν λίγα ψίχουλα σ' αυτούς , όπως και στην εκκλησία και στα μοναστήρια για να έχουν κάλυψη και το ψαχνό το κρατούσαν οι ίδιοι ή το τρώγαν οι προστάτες τους
Πολλούς τους έφεραν τσιφλικάδες από την Θεσσαλία και την Στερεά Ελλάδα, τους χρηματοδοτούσαν τους έτρεφαν κατά διαστήματα και όταν κάναν τις ληστείες παίρναν τα ποσοστά.
‘Όταν βέβαια τους πιάναν τους δίναν και το σχοινί και την κρεμάλα στον πλάτανο.
Όπως είπα ένας λόγος ήταν η αδυναμία της τουρκικής εξουσίας να εξασφαλίσει την ασφάλεια των κατοίκων.
Άλλος λόγος ήταν η αδυναμία, τώρα του Ελληνικού κράτους, που ήταν η συνέχεια του τουρκικού.
Το τουρκικό κράτος όπως και το ελληνικό στη συνέχεια ήταν τελείως διεφθαρμένα.
Ο νόμος τους ήταν το ρουσφέτι. Αν πλήρωνες τους φύλακες, τους δικαστές όλα γινόταν.

 Ένα κράτος διαλυμένο, με πολιτικά κόμματα διεφθαρμένα, πουλημένα στον κάθε τυχαίο.
Πλαίσιο κειμένου:  
(70)
Οι Ρετζαίοι Οι ληστές στη ληστεία της Πέτρας      Αρχ Ευ Μακρή
Θεσμοί, δικαστήρια, παιδεία, νόμοι που δεν λειτουργούσαν, πολιτικοί που το μόνο που ξέραν ήταν η συναλλαγή.
Εκτός από την αδυναμία του ελληνικού κράτους να εξασφαλίσει την ασφάλεια των κατοίκων ήταν και οι συνεχείς πόλεμοι.
Να ποιοι ήταν ποιοι οι λόγοι που έκαναν τους άρχοντες να πάρουν τα μάτια των και να βρουν καταφύγιο σε μεγάλες πόλεις, Γιάννενα, Αθήνα, κ.λπ.

Όταν λοιπόν όλες αυτές οι αιτίες κατέστρεψαν οικονομικά τον τόπο μας, το χωριό μας και όλο το Ζαγόρι κατάντησε ένα φάντασμα.
Τι να σου κάνει ο αγροφύλακας ο φτωχός ο κακομοίρης, που αν αντιστέκονταν στον μεγάλο ή στον μικρό θα τον βρίσκαν κρεμασμένο σε ένα κλαρί ή ριγμένο σε μια σπέρα,- σπηλιά-, όπως τον δικό μας τον Παπακρίβη γύρω στα 1925.
Τι να σου κάνει ο φουκαράς ο ταλαίπωρος χωροφύλακας που έπρεπε να τα έχει καλά με όλους και τους πλούσιους και τους φτωχούς και τους πολιτικούς και τους πολιτικάντηδες και τους ληστές και τους κατσικοκλέφτες.
Ίσως να έχουν δίκιο κάποιοι σήμερα που δικαιολογούν την κατάσταση λέγοντας.
 -Τι να κάνουμε. Η ζωή που κάναμε έφταιγε.
Έπρεπε να τα έχουμε καλά με όλους και τον ληστή και τον χωροφύλακα και με τον κλέφτη και τον αρματωλό για να ζήσουμε εκείνη την εποχή.
 Η κατάσταση στην οποία βρεθήκαμε μας υποχρέωνε πολλές φορές να ζήσουμε έτσι.
Έπειτα τι περίμενες από πάμφτωχους αγράμματους τσομπάνους, που δεν ξέραμε καν τους νόμους, ή μάλλον ξέραμε ότι ο καθένας μπορούσε να κάνει ότι θέλει και ο νόμος θα πιάσει πάλι εμάς τους ταλαίπωρους.

 Δεν φτάνει που είχαμε τους ληστές είχαμε και τους κατσικοκλέφτες που κλέβαν από τη φτωχολογιά χωρίς ντροπή, χωρίς λύπηση το αρνάκι, το προβατάκι, την κατσίκα , πώς να τους δικαιολογήσεις;
Αυτοί δεν ήταν Ιππότες των Ορέων ήταν παλιάνθρωποι. Τους δίνουμε στο ανάθεμα της κοινωνίας μας.
Ακόμη και η δασοφυλακή ήταν το ίδιο διεφθαρμένη.
 Κι ενώ οι δασάρχες τρώγαν και πίναν μαζί με τους εμπόρους και κάναν στραβά μάτια για τις παρανομίες τους, στους μικρούς ήταν κέρβεροι.


Ο δασικός του χωριού μας έστελνε στον αγρονόμο αν κόβαμε παράνομα δυο φούντες κλαδί για να φαν τα κακόμοιρα τα κατσίκια μας και να κάνουν λίγο γάλα, ή μας έκανε κατάσχεση τα κλαδευτήρια.
Πλαίσιο κειμένου:  
(71)
Ληστές στα βουνά
1860 περίπου   
Αρ ΙΝΤΕΡΝΕΤ
 Μερικοί μην αντέχοντας την κατάσταση φτάναν στα άκρα.
 Έχουμε τέτοια παραδείγματα .
 Μην νομίσει κανένας ότι επαινούμε μια τέτοια κατάσταση, ποιος όμως έφτασε τον λαό μας σ’ αυτή;


Η κατάσταση -όπως βλέπουμε έχει φτάσει στο απροχώρητο.
Στην εποχή του Βενιζέλου η οργάνωση της χωροφυλακής η ανηλεής καταδίωξη των ληστών (εκτέλεση Ρετζαίων και Κουμπαίων) όπως και τα μέτρα που πάρθηκαν κατά της ζωοκλοπής, [εξορία των κατσικοκλεφτών,] είχαν σαν αποτέλεσμα να βελτιωθεί σημαντικά η κατάσταση.
Με τη λήξη του πολέμου του σαράντα και την αρχή της κατοχής βρήκαν πάλι ευκαιρία κάμποσα κακοποιά στοιχεία να συνεχίσουν το καταστρεπτικό τους έργο με ληστείες, φόνους και ζωοκλοπές.
 Η άμεση επέμβαση των ανταρτών της Εθνικής Αντίστασης, του ΕΛΑΣ, για το ΈΔΕΣ δεν ξέρω γιατί δεν ήταν στην περιοχή μας, με την λειτουργία των λαϊκών δικαστηρίων και την εκτέλεση μερικών κόπηκε η δράση τους ολοσχερώς.
 Δεν κράτησε όμως αυτό πολύ.
Στην περίοδο του εμφυλίου βρήκαν ευκαιρία πάλι τα κακοποιά στοιχεία να δράσουν.
Καλυπτόμενα αυτή τη φορά από ιδεολογικά αίτια, οι περισσότερο παρίσταναν τους εθνικόφρονες, τώρα ποιοί ήταν και ποιοί δεν ήταν εθνικόφρονες, και ποιοί κομμουνιστές, ένας θεός το ξέρει.....από τη μια μεριά πολλά κακοποιά στοιχεία βρήκαν την ευκαιρία να συνεχίσουν τη δράση τους και από την άλλη πολλοί παίζοντας τον ρόλο του χαφιέ έστειλαν τόσους ανθρώπους άδικα στα στρατοδικεία και από κει στα βασανιστήρια και στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Ποιος δεν θυμάται τους χασάπηδες που σκότωσαν στα βουνά της Αστράκας για να τους πάρουν τις λίρες και για να μην δικαστούν οι πρωταίτιοι το παίξαν μεγάλοι εθνικόφρονες και τους χασάπηδες τους κατηγόρησαν για Κομμουνιστές  


Πολλοί βρήκαν την ευκαιρία και για να πλουτίσουν, εκβιάζοντας τον καθένα, σε όποια παράταξη και αν ήταν, δεξιός ή αριστερός, να πληρώσει για να σώσει το κεφάλι του.
Ο καθένας, ο δάσκαλος, ο παπάς, ο αγροφύλακας, ο δασοφύλακας, η γραμματικός του χωριού, πολλοί μαθητές, φοιτητές είχαν μετατραπεί σε μια ομάδα, προδοτών, ρουφιάνων, τρομοκρατών, όχι από αγάπη για την πατρίδα την θρησκεία και την οικογένεια, όπως μας κορόιδευαν, για να σωθεί το έθνος μας ….για όνομα του θεού,.... αλλά από συμφέρον ή από φόβο.
Τι να έκανα, μου έλεγε αργότερα, εξομολογούμενος κάποιος αγροφύλακας. Έπρεπε να μπω στα ΤΕΑ, να κάνω τον ρουφιάνο στους χωριανούς μου, για να πάρω από την ασφάλεια πεντακόσιες δραχμές να ζήσουν τα τέσσερα παιδιά μου.
Φτάσαμε δηλαδή σε μια κατάσταση ανυπόφορη.
Πλαίσιο κειμένου:  
(72)
Χωροφύλακες 1920
Αρ Ριζ 






Χωροφύλακες το 1920
Έληξε ο εμφύλιος ο καθένας άρχισε να μετρά τις πληγές του.
 Η κατάσταση μετά κάπως βελτιώθηκε, δεν έπαψε όμως να είναι και πάλι άθλια.
 Το παρακράτος που λειτουργούσε καλυπτόμενο πίσω από τη δεξιά εξακολουθούσε να δρα ανενόχλητα, ως που φτάσαμε στη δικτατορία.
 Τότε για εφτά χρόνια η βία και η καταπίεση ήταν το ίδιο ανυπόφορη όπως και στα προηγούμενα χρόνια, πολλοί σκύψαμε το κεφάλι από φόβο από μικροσυμφέρον, πολλοί είπαμε πιστεύω …., θα εκτελώ τις εντολές της εθνοσωτηρίου κυβερνήσεως…., γιατί η φτώχια δεν μας έδινε το κουράγιο να αντισταθούμε, έπειτα δεν είναι εύκολο όλοι να γίνουν ήρωες και την πλήρωσαν και πάλι όσοι είχαν το θάρρος να σηκώσουν το κεφάλι πολλοί την πληρώνουν και μέχρι σήμερα.
Έτσι γινόταν και έτσι γίνεται δυστυχώς στην κοινωνία μας.
Και έπρεπε να καταρρεύσει η χούντα, να ρθει το Πολυτεχνείο, να την πληρώσει η Κύπρος για να φτάσουμε σε ένα είδος κοινοβουλευτισμού, που μπορεί να έχει τις αδυναμίες του, είναι όμως καλύτερος από την παλιά κατάσταση.
Δεν έλειψαν βέβαια οι ληστείες, μας ήρθαν καινούργια φρούτα από την Αλβανία από την Ρωσία και από πολλά ακόμη μέρη, ευτυχώς στο χωριό μας και στο Ζαγόρι γενικότερα δεν είχαμε ούτε έχουμε μέχρι σήμερα τέτοια προβλήματα και ο τόπος ζει κάπως πιο ήσυχα.

 

 

 

 

 

 

 




Θέμα 9ο

Πως περνούσαν οι χωριανοί μου τη μέρα τους


Ας παρακολουθήσουμε μια Κουκουλιώτικη οικογένεια από το πρωί ως το βράδυ.
 Η μάνα σηκώνεται πρώτη από όλους στο σπίτι.
Αν είναι χειμώνας θα ανάψει τη φωτιά στο τζάκι και θα πάει να περιποιηθεί τα ζώα, μετά θα σηκώσει τα παιδιά θα τους βάλει το πρωινό τους και θα τα ετοιμάσει για το σχολείο.
Αν δεν έχει κάποιον άλλο βοηθό στο σπίτι, μεγάλη κόρη, πεθερά κτλ. θα καθαρίσει το σπίτι, θα σκουπίσει, θα τακτοποιήσει τα ρούχα, έπειτα αρχίζουν οι δουλειές έξω από το σπίτι.
Αν η οικογένεια είναι αγροτική θα βοηθήσει τον άντρα της στο χωράφι.
Επειδή οι άντρες στα Ζαγοροχώρια λείπαν στα ξένα τον περισσότερο καιρό η γυναίκα έκανε όλες τις αγροτικές δουλειές, θα σκάλιζε θα πότιζε, θα θέριζε.
Αν η οικογένεια ήταν φτωχή η μάνα δούλευε και μεροκάματο σε ξένα χωράφια, όπως στης Κοκκορήνας ή στων Πλακιδαίων.
Ποτέ δεν της έμενε χρόνος για ξεκούραση.
 Έπρεπε να ετοιμάσει και να ψήσει στο φούρνο το ψωμί, να βάλει μπουγάδα, να πάει στο μύλο.
Τι να πρωτοκάνει….;
Ερχόταν το μεσημέρι και το φαγητό έπρεπε να είναι έτοιμο.
 Πολλές φορές το ετοίμαζε από το βράδυ.
Όταν τα παιδιά δεν είχαν σχολείο έπρεπε να τα παρακολουθεί να ετοιμαστούν για την άλλη μέρα, να μην τα αφήνει να γυρίζουν άσκοπα, να τα βάλει να διαβάσουν.
Αν ήξερε λίγα γράμματα, προπαντός στις τάξεις του Δημοτικού, τα βοηθούσε. Οι περισσότερες Ζαγορίσιες είχαν τελειώσει το Δημοτικό.
 Σε πολλά σπίτια υπήρχαν βιβλιοθήκες και οι γυναίκες διαβάζαν , έτσι συνήθιζανε και τα παιδιά τους να διαβάζουν να αγαπούν το διάβασμα, τα γράμματα.
Η μάνα μου η Πολύτη είχε ολόκληρη βιβλιοθήκη στο σπίτι.
Το απόγευμα, αν ο καιρός δεν ήταν καλός για να κάνει έξω δουλειές, πήγαινε και στις γειτόνισσες να πει και καμιά κουβέντα να κοτσομπολέψει και λίγο.
Θα έπαιρνε οπωσδήποτε μαζί της το πλέξιμο ή την ρόκα να γνέσει τα μαλλιά. Μερικές λανάριζαν και τα μαλλιά, λίγες ξέραν να υφαίνουν και στον αργαλειό.
 Την Κυριακή και τις μεγάλες γιορτές πηγαίναν οπωσδήποτε στην εκκλησία και μετά λίγος χρόνος για ξεκούραση και κουβεντούλα.
Το κέντημα ήταν το μεράκι για τις Ζαγορίσιες και τα πλεκτά και τα κεντήματα ήταν μοναδικά.
Ακόμη και σήμερα η γιαγιά η Πανδώρα πλέκει καταπληκτικές δαντέλες.
Αν δεν υπήρχε παππούς ή γιαγιά στο σπίτι να λέει στα παιδιά ιστορίες και παραμύθια τα έλεγε η μάνα ή κάποια θεία ή μια καλή γειτόνισσα, όπως η παραμυθού η Θάλεια, ως που να πάρει τα παιδιά ο ύπνος.
Αν ήξερε και κάποιο νανούρισμα τα νανούριζε.
Η οικογένεια κοιμόταν νωρίς, η λάμπα του πετρελαίου μόλις και φώτιζε μέσα στο δωμάτιο και το πετρέλαιο ήταν ακριβό.
Για ύπνο μάζευε πάντα τα παιδιά κοντά της, δίπλα της κοιμόνταν το πιο μικρό και τα πρόσεχε να μην ξεσκεπαστούν, γιατί ήταν χρόνοι δύσκολοι φοβόταν μην τα χάσει  ως το πρωί που θα λαλούσε ο κόκορας, αυτό ήταν το ρολόι τους και θα ξημέρωνε μια καινούργια μέρα.
 Για τις ασχολίες των ανδρών νομίζω ότι είπα αρκετά όταν έλεγα για τα ανδρικά επαγγέλματα στο χωριό μας και θα ήταν περιττό να τα επαναλαμβάνω.
Εκείνο που θέλω να συμπληρώσω είναι ότι και ο άντρας όταν ήταν στο χωριό βοηθούσε όσο μπορούσε την γυναίκα του σε κάθε ασχολία, όπως στο χωράφι, στο θέρο στον τρύγο.

 Έτσι περίπου περνούσε τη μέρα της μια τυπική οικογένεια στο χωριό μας και στο Ζαγόρι.
Βέβαια σε κάθε οικογένεια υπήρχαν και διαφορές, ανάλογα με την κοινωνική κατάσταση, τα επαγγέλματα, την εθνότητα κ.λ.π.
Και σε πολλά ακόμη μέρη της εργασίας μου θα μου δοθεί η ευκαιρία και εκεί θα μιλήσω πως περνούσαν  τη μέρα τους.

ΤΕΛΟΣ









Θέμα 10ο
Πως ψαρεύαμε  στο Βίκο, στην οβίρα στο Σνίτς

Το Σνίτς είναι μια αρκετά μεγάλη οβίρα στο Βίκο.
Είναι λίγο παρακάτω από τη σκάλα που ανεβαίνει για το Μονοδέντρι.
Την λέμε Σνίτς γιατί τα βράχια που την περιβάλλουν σχηματίζουν ένα ρηχό ταψί που το λέμε σινί.
Πως θα βρούμε το Σνίτς.
Θα κατεβούμε το μονοπάτι που πηγαίνει από το Κουκούλι για τη Βίτσα. Μόλις φτάσουμε στο γεφύρι του Μίσιου θα συνεχίσουμε στην κοίτη του Βίκου.
Μετά από τρία τέταρτα περίπου μέσα στην κοίτη θα βρούμε τη μικρή λιμνούλα, που έχει μήκος περίπου 500 μέτρα και φάρδος 10 και βάθος περίπου 5 μέτρα.
Πως ψαρεύαμε στο Σνίτς.
Για το Σνίτς πηγαίναμε με τα παιδιά του χωριού για ψάρεμα από τα παλιά χρόνια, εγώ θυμάμαι από το σαράντα έξ που μας έπαιρναν τα αδέρφια ο Φάνης, ο Φίλιππας και ο Λιόκας.
Αυτά ήταν πιο μεγάλα από μας και ξέραν από ψάρεμα αφού είχαν ζήσει και στην θάλασσα στην Ελευσίνα.
Πηγαίναμε για ψάρεμα το καλοκαίρι, γιατί το χειμώνα ο Βίκος ήταν κατεβασμένος.
Νερό κρατούσε και το καλοκαίρι στις οβίρες γιατί είχε επιτόπου πηγές.
 Μόλις φτάναμε ρίχναμε τα αγκίστρια. Ο Φάνης και ο Φίλιππας μας μάθαινε πώς να ψαρεύουμε, πώς να δολώνουμε τα σκουλήκια που βγάζαμε από το λάκκο στους Παλιόκηπους, το ψωμί ή καμιά πεταλούδα ή μύγα.
Αρχίζαμε το ψάρεμα καθισμένοι στην άκρη των βράχων, στη χαράδρα και ψαρεύαμε από το πρωΐ ως το βράδυ.
 Τώρα πως γλιτώσαμε και δεν πέσαμε στην οβίρα να πνιγούμε, ένας θεός το ξέρει.
 Άκουγες από τη μια και την άλλη πλευρά.
-                 Πως παέι…;
-                 Τσιμπάει….;
-                 Κάτι γίνεται…..
-                 Α…το άθλιο… μου βούτηξε το δείχτη, αλλά μόλις πήγα να το τραβήξω στην επιφάνεια… μού ‘φυγε….!
-                 Που θα μου πάει … θα το πιάσω.
-                  Α…! τώρα ξανατσιμπάει για καλά.
-                 Το έπιασα…. Και είναι μεγάλο.
-                 Πόσο μεγάλο, ως μια πιθαμή.
-                 Είναι μπριάνα.
-                 Σιγά μην είναι μια πιθαμή….!
Και τα βάζαμε μέσα στο καλαθάκι δέκα και είκοσι πολλές φορές και περισσότερα κομμάτια και γυρίζαμε στο χωριό γεμάτα χαρά.
-                 Πιάσαμε ψάρια….! Πιάσαμε ψάρια….:
-                 Αν δεν πιάναμε δεν μας στενοχωρούσε ο κόπος και η ζέστη που φάγαμε, όσο η απογοήτευση.
-                 Μια φορά θυμάμαι δεν είχαμε πιάσει τίποτε.
 Πήγαμε όμως μια μεγάλη αρμάθα ψάρια στο σπίτι και φωνάζαμε, ψάρια, ψάρια, φέραμε ψάρια.
Η μάνα μόλις τα είδε άρχισε να μας δουλεύει.
- Που τα πιάσατε τα ψάρια στο Σνιτς ή στη λίμνη… γιατί αυτά είναι γλύνια και όχι πέστροφες.
- Πωλούσε σήμερα ένας ψαράς από τα Γιάννενα γλύνια, στο Μεσοχώρι.
-                 Εκείνη την εποχή το ποτάμι είχε αρκετά ψάρια, μικρά βέβαια, αλλά για μας έφταναν.
-                 Είχε και μικρές πέστροφες. Εκτός από τις πέστροφες είχε και μπριάνες και μουστακάδες και ασπρόψαρα, που εγώ δεν ήξερα το όνομά τους.
-                  Εκείνο που ξέρω είναι ότι νοστιμότερο ψάρι από το Σνιτς δεν υπάρχει στη γη.
-                 Αυτοί που λεν ότι είναι νόστιμες οι τσιπούρες και τα μπαρμπούνια και τα λαβράκια ή όποιο άλλο ψάρι, σίγουρα δεν έχουν δοκιμάσει ψάρι από το Σνίτς, προπαντός αν τα έχεις τηγανίσει με βούτυρο κατσικίσιο.
-                 Μετά το εξήντα που έγινε το φράγμα στο Βοϊδομάτη, στην Κλειδωνιά χάθηκαν οι πέστροφες από το Σνίτς γιατί δεν μπορούσαν να πηδήξουν και να ανεβούν το φράγμα.
Τώρα πέστροφες άγριες έχει μόνο ο Βοϊδομάτης και ο Αώος απαγορεύεται όμως αυστηρά το ψάρεμα.
 Εδώ νομίζω ότι πρέπει να σημειώσω και κάτι η για το παράνομο ψάρεμα.
Στα παλιά χρόνια ερχόταν και ψαρεύαν παράνομα λαθραία και μάλιστα κατά εγκληματικό τρόπο.
Αντί να καθίσουν να ψαρέψουν από τις όχθες, όπως κάναμε εμείς αλλά και πολλοί Μπαγιώτες και Καπεσοβίτες και δεν υπήρχε φόβος να χαθούν όλα τα ψάρια και προπαντός τα μικρά, γιατί πόσα θα έπιανες με το αγκίστρι; αυτοί ρίχναν δυναμίτι και δηλητήρια μέσα στο ποτάμι, ένα είδος γαλατσίδας και σκοτώναν ή ναρκώναν τα ψάρια. Οικολογική καταστροφή δηλαδή.
Αυτοσχέδιους δυναμίτες κάναν και με μπουκάλια που βάζαν μέσα άσβεστη ασβέστη και περνώντας λίγο- λίγο το νερό από τα αέρια έσκαγε το μπουκάλι και σκότωνε τα ψάρια.
Πολλοί ψαρεύαν και με το σουλπί.
 Ήταν ένα καλαμωτό σε σχήμα αντίστροφου, χωνιού με το στενό στόμα προς τα κάτω, έπεφταν μέσα τα ψάρια και δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω και τα έπιαναν.
Πέρασαν πολλά – πολλά χρόνια από τότε που πηγαίναμε για ψάρεμα στο Σνίτς, πάνω από πενήντα έχω πιάσει στη θάλασσα και μεγάλα ψάρια.
Όμως δεν θα ξεχάσω ποτέ τη συγκίνηση που ένιωθα. Όταν μετά από πολλή ώρα τσιμπούσε το ψάρι και το τραβούσα πάνω.
Και τώρα όταν η ηλικία μου το επιτρέπει πάω καμιά φορά στο Σνίτς, όχι τώρα τόσο για να πιάσω ψάρια, όσο για να ζήσω εκείνες τις στιγμές, τις παιδικές τις ανεπανάληπτες, τα παιδικά χρόνια που δεν θα ξαναγυρίσουν πια.


Η οβίρα στο Σνίτς στο Βίκο
(73)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Εθιμική ζωή
Θέμα 1ο


Το πανηγύρι στο χωριό μας στα χρόνια τα παλιά


Το πιο παλιό πανηγύρι που θυμόμαστε Γιάννη μ’ ήταν αυτό που έγινε το 1925.
 Μέχρι το 1955 γινόταν μόνο ένα πανηγύρι στο χωριό μας την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής, την Παρασκευή της Διακαινισίμου.
Ο εορτασμός ξεκινούσε την παραμονή της γιορτής με εσπερινό και τον  Ακάθιστο Ύμνο.
Πλαίσιο κειμένου:  
(74)
Γάμος το 1890
Ίσως να έχει σχέση το ψάλσιμο εκείνη την ημέρα του Ακάθιστου Ύμνου και με το παρεκκλήσι στο χωριό μας, αφού και στην Κων/πολη στο Μπαλουκλί την ίδια μέρα γιορτάζουν τη Ζωοδόχο Πηγή.
 Αυτή είναι μια δική μου ιδέα.
 Την Παναγία την Ζωοδόχο Πηγή την θεωρούσαν θαυματουργή και από τα πολύ παλιά χρόνια και για τούτο ερχόταν στη χάρη της και από πολλά διπλανά χωριά την Μπάγια, Βίτσα, Καπέσοβο και πολλά ακόμα για να παρακολουθήσουν την Θεία Λειτουργία και να πάρουν και αγίασμα από το πηγάδι που είναι κοντά στο ιερό.
Μην ξεχνάμε ότι η παράδοση του χωριού μας είναι δεμένη με την ίδρυση του χωριού και την Ζωοδόχο Πηγή, μια και ο τσομπάνος βρήκε το καντηλάκι με το εικόνισμα, της Ζωοδόχου Πηγής κάτω από την βρύση του Μπασιαμάνθου, και έτσι χτίστηκε εκεί το χωριό μας.
 Μετά τις κατανυκτικές ακολουθίες του Εσπερινού και του Ακάθιστου Ύμνου ο κόσμος έμενε στο χωριό.
 Κοιμόταν σε συγγενικά σπίτια ή τους φιλοξενούσαν σε κάποιο σπίτι οι δικοί των ή αν ήταν πολλοί μέναν στα χαγιάτια της εκκλησίας.
 Η εκκλησία φρόντιζε να μείνουν κάπου, δίνοντας τους και ρούχα.
Βλέπεις πόσο μεγάλη ήταν η Ζαγορίσια φιλοξενία!
 Η λειτουργία άρχιζε κάπως αργά για να ‘ρθουν κόσμος και από τα άλλα χωριά.
 Έπειτα πρέπει να ξέρουμε ότι το Πάσχα είναι κινητή γιορτή και πότε το γιορτάζουμε νωρίς την άνοιξη και πότε αργά.
Το ίδιο συμβαίνει και με το πανηγύρι μας.
 Αν ήταν νωρίς μπορεί να έκανε κρύο και ο κόσμος που ήρθαν στο χωριό μας να είχαν πρόβλημα στη παραμονή των
Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, ο Γιάννης της Γλυκερίας που ήταν για πολλά- πολλά χρόνια ο επίσημος….. ψάλτης του χωριού μας, έβγαζε αγίασμα από το πηγάδι που είναι δίπλα στο Ιερό και η πηγή του κάτω από το ιερό και περνούσε όλος ο κόσμος και γέμιζε τα μπουκλάκια αγίασμα παίρναν για το σπίτι του και για τα άλλα χωριά.
 Μετά το τέλος της λειτουργίας γινόταν η δημοπρασία της εικόνα ς της Ζωοδόχου Πηγής.
 Ελεγε ο επίτροπος της εκκλησίας ο παπάς.
- Ποιός θα δώσει τα πιο πολλαααά…. να γίνει φέτος ο Νουνός της εικόοονας.
 -Να την κρατά σε όλο το πανηγύρι και μετά μια βδομάδα στο σπίτι του.
Κι ο καθένας πρόσφερνε από ένα ποσόν, ότι είχε ο καθένας.
 Οι πλούσιοι πολλά, οι φτωχοί πιο λίγα, πάντως όλοι θέλαν κάτι να δώσουν.
Μπορούσε να γίνει νουνός κάποιος και από άλλο χωριό αρκεί να ήταν εκείνη τη μέρα στην εκκλησία.
Εγώ θυμάμαι ό,τι πολλές φορές νονοί έγιναν οι Κοκκοραίοι.
Ήταν βλέπετε εκείνη την εποχή οι πιο πλούσιοι.
Η θέση του Νονού ήταν πολύ τιμητική και όλοι τον σέβονταν.
Όλη τη χρονιά είχε τη πρώτη θέση σε κάθε κοινωνική εκδήλωση.
Πρώτος και στο στασίδι της εκκλησίας, που είχε δικό του στασίδι.
Και τώρα άρχιζε το κανονικό πανηγύρι.
Μετά τον αγιασμό τα όργανα ξεκινούσαν για το γύρω του χωριού.
 Μπροστά πήγαινε ο νουνός, και πίσω όλος ο κόσμος.
 Πηγαίναν από σπίτι σε σπίτι και εκεί γινόταν το πρώτο γλέντι.
 Κερνούσε τον κόσμο η νοικοκυρά, έδινε γλυκά στα παιδιά.
 Έβαζε στις κανάτες κρασί και στα μπουκάλια τσίπουρο και έπινε ο καθένας όσο ήθελε.
 Μετά το σπίτι του νονού πηγαίναν και σε άλλα σπίτια, σε όσα είχαν αρσενικό νοικοκύρη στο χωριό ή δεν έλειπε ο νοικοκύρης στην ξενιτιά.
 Βάζαν στο χορό, μπροστά να χορέψουν τα ζευγάρια τα αρραβωνιασμένα, εκείνης της χρονιάς ή τα νιόπαντρα.
 Μετά χορεύαν από λίγο τα κορίτσια ή τα παλικάρια του σπιτιού.
 Και το γλέντι στα σπίτια συνεχίζονταν.
 Στο σπίτι χόρευε πρώτα ο νοικοκύρης και μετά ο νουνός του χωριού.
 Συνήθως το πρώτο τραγούδι ήταν:

Χίλιο καλώς ορίσαταν
φίλοι κι αγαπημένοι
Χίλιο καλώς ορίσαταν,
χίλιο και δυο χιλιάδες
με τα γλυκα΄σας τα κρασιά
με τα καλά σας λόγια.
Κι απαντούσαν οι προσκαλεσμένοι:
Εμείς εδώ δεν ήρθαμαν
να φάμε και να πιούμε,
μόνο σας αγαπήσαμαν
κι ήρθαμαν να σας δούμε
Χίλιο καλώς τον ηύραμαν
τούτο το νοικοκύρη,
με τα γλυκά του τα κρασιά,
με τα καλά΄του λόγια
Χίλιος καλώς τον ηύραμαν .
χίλιο και δυό χιλιάδες,
να του προκόψουν τα παιδιά
ν’ ασπρίσουν να γεράσουν.
 Και δός του χορό, και δός του χαρά, παλιά χρόνια, πότε θα ξαναρθούν;
 Ας είναι.
 Είναι καιρός να σας πώ και για τα όργανα που είχαμε συνήθως στο χωριό μας.
Ήταν οι Ντερβαίοι από τη Μπάγια, σήμερα Κήπους.
Κατά σειρά όπως τους θυμόμαστε ήταν οι:
Κολτσάρας: Έπαιζε λαβούτο.
Ο Λίτς η Χαράλαμπος Ντέρβας: Επαιζε λαβούτο.
Ο Κωσταμάνθος Έπαιζε ντέφι.
Ο Χς τάκ’ς-Χρήστος Ντέρβας :Βιολί.
Αγησίλαος Ντέρβας: Κλαρίνο.
Ο Βασίλης ο Μπλής Σαμτούρι.
Τα όργανα παίζαν για το κέφι τους περισσότερο, γιατί τα κεράσματα εκείνη την εποχή ήταν λίγα, ο κόσμος ήταν φτωχός
Παίζαν όμως με όλο τους το κέφι και γλεντούσαν μαζί με τον κόσμο ήταν και οι ίδιοι δικοί μας άνθρωποι και όχι επαγγελματίες. από ξένα μέρη, όπως σήμερα που δεν έχουν καμιά σχέση με τον τόπο μας και τους ανθρώπους του και μόνο σε κοιτάζουν στο πορτοφόλι σου
 Ήταν κι’ αυτή μια αιτία που χάσαν τα πανηγύρια μας την σημασία των.
Τα όργανα τα σέβονταν ο κόσμος και αν κανένας ήθελε να τα προσβάλει, ο κοσμήτορας τους έβαζε στη θέση του.
 Αφού τελείωναν οι επισκέψεις στα σπίτια, ερχόταν στο Μεσοχώρι, γύρω στις μια το μεσημέρι.
 Λέγαν κάποια τραγούδια της τάβλας και μερικοί χορεύαν, κυρίως από τα γύρω χωριά.
 Οι ντόπιοι πηγαίναν στα σπίτια των για φαγητό παίρνοντας μαζί των και τους φίλους και συγγενείς που είχαν έρθει στο πανηγύρι.
 Οι υπόλοιποι κάθονταν στα σιάδια στους Παλιόκηπους ή στα χαγιάτια, στρώναν τα τραπεζομάντηλα, ή τις πετσέτες των και τρώγαν.
 Εδώ να σας πούμε ότι μέχρι το τριάντα πέντε που άνοιξε το μαγαζί ο Γιαννακός, το χωριό δεν είχε καφενείο, μόνο ένα μπακάλικο, για να εξυπηρετεί τους ξένους.
 Στα χαγιάτια λοιπόν κι στις χωραφιές άκουγες τραγούδια, γέλια, έβλεπες να χορεύουν, ένας χαρούμενος κόσμος, κι ας ήταν και φτωχός.
Θα σας ρωτήσω κάτι:
Μου είπατε ότι ερχόταν πολύς κόσμος.
Όπως ξέρουμε το Μεσοχώρι είναι μικρό που βολεύονταν όλοι και να μείνει και μέρος για να γίνει και χορός;
 Δεν υπήρχαν τραπέζια στο Μεσοχώρι, όπως σήμερα.
 Ο καθένας βολεύονταν όπως μπορούσε.
Έφερναν τραπέζια από τα σπίτια τους, καθένας έφερνε και την καρέκλα του.
 Πολλοί κάθονταν στους πάγκους, στα πεζούλια.
 Δεν ερχόμασταν νηστικοί στο πανηγύρι.
 Ο καθένας είχε φάει το μεσημέρι στο σπίτι του.
 Παίρναν και κάποιους μεζέδες από το μαγαζί που όπως είπα άνοιξε αργότερα ο Γιαννακός.
Τους μεζέδες τους σέρβιραν στη λαδόκολλα.
Το βράδυ το πανηγύρι άρχιζε νωρίς, από τις εξ ως τις οχτώ, ανάλογα, όπως είπα, πότε είχαμε Πάσχα, κι όχι στις δώδεκα τα μεσάνυχτα όπως σήμερα.
Όλα μας στραβά, κι ο γάμος μας Τετάρτη, όπως λέει ει η παροιμία.
Σήμερα, κι αυτό στραβό.
Κάθε στραβομάρα στο σημερινό Ζαγόρι θα την δείς.
Στο πανηγύρι υπήρχε τάξη και κρατούσαμε όλοι τις παραδόσεις.
Πρώτα ο πρόεδρος της κοινότητας και το εκκλησιαστικό συμβούλιο βγάζαν τον κοσμήτορα που θα έκανε κουμάντο, θα κρατούσε την τάξη.
Ήταν πρόσωπο σεβαστό από όλους, με κύρος.
Από το 1920 και μετά όταν δεν υπήρχε όπως είπα ασφάλεια στο χωριό μας και στο Ζαγόρι στο πανηγύρι καλούσαμε και χωροφύλακες για να μην γίνονται παρατράγουδα. Όπως συνέβηκε με ένα μερακλή που δεν ήθελε να βγεί από το χορό, κι ας μην ήξερε  και χορό, όταν ο κοσμήτορας θέλησε να τον βάλει σε τάξη, του σφύριξε δυο γερά χαστούκια, κι ο κοσμήτορας άρπαξε το ντουφέκι του χωροφύλακα να τον καθαρίσει.
Από το 1925 και μετά μόνιμος κοσμήτορας ήταν ο δάσκαλος ο Κώστας Λαζαρίδης.


 Και τώρα να ρθούμε στο κυρίως πανηγύρι.
Πρώτα ξεκινούσε το χορό κάποιο αξιοσέβαστο πρόσωπο, ο παπάς, ο νουνός του πανηγυριού, όπως είπα, οι άρχοντες, όσοι ξέραν χορό.
Μετά χόρευαν οι ξένοι κατά χωριά.
 Ο νωματάρχης, οι χωροφύλακες, ο δασάρχης, οι άλλοι υπάλληλοι κατά σειρά.
Το απόγευμα ερχόταν και άλλος κόσμος που δεν είχε ‘ρθεί το πρωί και το Μεσοχώρι γέμιζε.
Ερχόταν από την Βίτσα, το Καπέσοβο, την Μπάγια, μέχρι και από τα Πάνω και Κάτω Σουδενά.
Ήταν περίφημο το Κουκουλιώτικο πανηγύρι στα χρόνια εκείνα.
 Μας έκαναν εντύπωση οι αρχόντισσες από το Δίλοφο,- το σημερινό Σοποτσέλι.
 Οι άντρες τους ήταν ταξιδεμένοι στην Αίγυπτο κυρίως, μεγάλοι βαμβακέμποροι και θέλαν να δείξουν τον πλούτο τους, σε μας τους φτωχούς βάζαν τα φορέματά τους, τα σκουλαρίκια και τα δαχτυλίδια τους, κι εμείς ήταν επόμενο λίγο να ζηλεύουμε.
 Τα τραγούδια ήταν τα παλιά Ζαγορίσια, όπως και οι χοροί, και τα όργανα όπως και τα παλιά καλά τραγούδια.
Βάζαν όλη τους την τέχνη να τα πουν πιο καλά, προπαντός αν ήξεραν κανένας ότι είναι χορευταράς, κι αν έρριχνε και καμιά δραχμή παραπάνω….
Τότε σηκωνόταν όλα τα όργανα στη μέση στο Μεσοχώρι και γινόταν χαμός.
Βλέπεις το χρήμα ήταν γλυκό και στα παλιά τα χρόνια….
 Έπειτα κι αυτοί φτωχοί άνθρωποι ήταν, πώς να μην κοιτάξουν για μια δεκάρα παραπάνω.
Καλά τα έθιμα, αλλά καλά είναι νάχεις και πέντε δεκάρες στο πορτοφόλι…..
 [Γέλια]
Οι Κουκουλιώτες χόρευαν τελευταίοι, μετά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα.
 Πές μας τώρα Ασπασία και συ Θάλεια, ποιους θυμάστε καλούς άντρες χορευταράδες και ποιες γυναίκες χόρευαν ωραία; και ποια τραγούδια συνήθιζαν να χορεύουν;
Όπως θυμάμαι καλοί χορευταράδες ήταν ο Μίχος ο Κόκκορος, ο αδερφός του ο Τάκης, που χόρευαν τον Σελίμπεη και τον Σιαμαντάκα, θαυμάσια χόρευε ο Λαζαρίδης, ο Γιώργος, ο Γιαννακός, ο Χρυσόστομος, ο Νούλης, ο Χρυσόστομος ήταν και μεγάλος γλεντζές και όταν έμπαινε στο χορό γινόταν ο χαμός, τρελαίνονταν τα όργανα, σαν τους έρριχνε και καμιά δραχμή.
 Από τους πιο παλιούς θυμόμαστε τον Παπαακρίβη και πολλούς άλλους.
Από τις γυναίκες θαυμάσια χόρευαν η Κλεονίκη του Παπαβασιλείου, χόρευε στο ¨Πάπιγκο στο μαχαλά¨.
Ωραία χορεύαν η Λόπη του Λαζαρίδη, εγώ και η αδερφή μου η Θάλεια, εγώ χόρευα τον Μπιρμπίλη.
Θαυμάσια χόρευε η Μερόπη και η Ιουλία του Τσάλιου, όπως και η Ελένη Αναστασιάδου, που χόρευε το – Τι είσαι μαραμέν’ Αλεξάντρα.
 Το πανηγύρι συνεχιζόταν ως το πρωί της άλλης μέρας με θαυμάσια Δημοτικά τραγούδια και χορούς.
 Τα χαράματα, όσοι αντέχαν τον ύπνο και το κρασί κάθονταν σταυροπόδι στα χαγιάτια και στη μέση τα όργανα και γινόταν ο χαμός.
 Τα όργανα τα τραγούδια τα λέγαν όλα με το στόμα.
Τότε ευτυχώς δεν υπήρχαν μεγάφωνα για να χαλάσουν το πανηγύρι όπως σήμερα, που μας ξετρελάίνουν με τις αγριοφωνάρες.


Σειρά τώρα είχαν τα τραγούδια της τάβλας,
Τώρα τα πουλία , τώρα τα χελιδόνια τώρα οι πέρδικες,
γλυκολαλλούν και λένε.
Ξύπνα αγάπη μου , ξύπνα και μην κοιμάσαι.
Ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαρισένιο
κι άσπρονε λαιμό.

Ξύπνα περδικομάτα μου
κι ήρθα στο μαχαλά σου.
……………………………..
 Τώρα στα ξημερώματα έλα Γιαάννιμ’ να φιληθούμε.
Και δως του αγκαλιές και δως του φιλιά μ’ όλους και πρώτα με το Χ’στάκ που ήταν τύφλα στο μεθύσι κι έπαιζε το βιολί από την ανάποδη.
Και σε λίγο ερχόταν κι άλλοι χωριανοί που είχαν λίγο κοιμηθεί και η παρέα σταυροπόδι στο Μεσοχώρι μεγάλωνε.
Κι’ οι γυναίκες είχαν προκάνει και κάναν την αλευρόπιτα κι έφεραν και μεζέδες από τα σπίτια και κρασί μπόλικο.
Κι όλοι ξεκινούσαμε για τα Καλιγιώργια, μπροστά τα όργανα και πίσω εμείς όλο το χωριό.
 Οι άντρες μεθυσμένοι ή μισομεθυσμένοι, τα όργανα δαυλί, και πρώτα όπως είπα ο Χ’ στάκς.
Μετά από καναδυό ώρες φτάναμε στα Καλιγιώργια.
Εκεί συνεχίζονταν το γλέντι ως το μεσημέρι.
 Μετά ο καθένας γύριζε για το χωριό, τραγουδώντας και χορεύοντας σε όλο το δρόμο.
Τι λέγαμε κα τι χορεύαμε μη ρωτάς
Τώρα στα ξεχωρίσματα
έλα Σιώζιο να φιληθούμε.

 Σιώζιος ήταν η Αχιλλέας ο Λένης, ο πιο τρελός χορευταράς της παρέας, όταν έμπαινε στο χορό ξεχνούσε να βγει έξω- θυμόνταν μόνο να βγάλει τα παπούτσια και τις κάλτσες και την άλλη μέρα ψάχναμε να βρούμε τα παπούτσια του στον κήπο της Βασιλάκαινας-τώρα γιατί τον λέγαν Σιώζιο είναι άλλη παλιά ιστορία.
 Πως γυρίζαμαν στο χωριό μην το κουβεντιάζεις….! Έτσι γίνονταν, Γιάννιμ’ το πανηγύρι στο χωριό μας πριν το σαράντα και τα πρώτα χρόνια μετά το πενήντα.
 Τώρα όλα άλλαξαν, κι άλλαξαν πρώτα οι άνθρωποι.
 Λίγοι μείναμε να θυμούμαστε το Χ’στάκ κι τον Αγισίλαο που κοιμούνται κι ίσως στον ύπνο τους εκεί που είναι για πάντα να ακούν και κανένα τραγούδι.
Τώρα στα ξεχωρίσματα…..
 Όλοι οι άλλοι, ο Λαζαρίδης, ο Χ’σόστομος, ο Γιαννακός, η Μερόπη, η Κλεονίκη έχουν φύγει για πάντα. Εγώ άκουγα τόση ώρα μαγεμένος την Θάλεια και την Ασπασία, την Ασπασία και την Θάλεια και δεν μιλούσα καθόλου.
 Τι να έλεγα….. !


Ένα ανέκδοτο


Κι εδώ πανηγύρι γίνεται……..

 Σήμερα είναι της Αγ. Παρασκευής και έχει πανηγύρι το Σοποτσέλι [σημερινό Δίλοφο].
 Δεν χάνουμε λοιπόν την ευκαιρία, τα πανηγύρια και οι γάμοι ήταν η μόνη ευκαιρία να γεντήσουμε και μείς στα χρόνια εκείνα.
Ξεκινήσαμε το απόγευμα, τα Πετρακέλια, τα Μπακαμάκια τα παιδιά του Μήτσιου του Παππά, τα Χαντζαράκια, κάμποσα ακόμα παιδιά για το Σοποτσέλι.
 Αρχηγός σε κάθε πανηγύρι ο Αχιλλέας ο Λένης.
 Δεν του γλύτωνε πανηγύρι, σε όποιο χωριό και να γίνονταν από τα Σουδενά, ως το Στολοβό που ήταν δάσκαλος και ο πατέρας του.
 Κατεβήκαμε από το μονοπάτι που είναι το χωράφι του Μήτσιου του Παππά και σε λίγο φτάσαμε στο χωριό.
 Δεν ήταν πρόβλημα για τον Αχιλλέα να μπει στο χορό πρώτος, το πρόβλημα ήταν πότε θα βγει από το χορό.
Άρχισε
-         Στου παπά τα παραθύρια….., το τι τον έχεις τον παπά …..και βάλε συνέχεια…., τσάμικα, καλαματιανά, ό,τι να φανταστείς και δεν συμμαζεύεται….
Ο Αχιλλέας ήταν εγγόνι του Παπασωτήρη, παπάς γλεντζές κι αυτός στα νιάτα του από τους πρώτους και παιδί δάσκαλου.
-         Παιδί παπά, διαβόλου εγγόνι, που λέει και η παροιμία.
-         Τώρα άρχισαν τα προβλήματα…...
-         Ήπιαμε κάμποσα κρασιά, οι μπύρες την εποχή εκείνη ήταν είδος άγνωστο για μας…..
-         Κάναμε καλά το κεφάλι……
-         Ο Αχιλλέας με κανένα τρόπο να βγεί από το χορό.
-         Βρέ καλέ…,. βρέ κακέ…, κι άλλοι θέλουν να χορέψουν….
-         Τίποτε….
-         Θυμήθηκε ότι στα πόδια του φορούσε και παπούτσια…..
-         Τα παπούτσια εξαφανίστηκαν…. , βγήκαν και οι κάλτσες… , πήραν το δρόμο και κρύφτηκαν μέσα στα κέδρα.
-         Ξηπόλυτος συνεχίζει ως που τον ανάγκασαν οι κοσμικιάριδες, που κάναν κουμάντο στο χορό ,να βγεί μουτρωμένος…..


Εμείς συνεχίσαμε ακόμα ως τα χαράματα.
Εγώ θυμάμαι χόρεψα Πωγωνίσιο,» στις πικροδάφνης τον ανθό…,» ήταν το αγαπημένο μου τραγούδι και ο χορός,
Ήμουν και ψιλοερωτευμένος εκείνη την εποχή.
Χόρεψε και ο καθένας μας όποιο τραγούδι άρεσε, αποσυμπληρώσαμε και το κεφάλι με το κρασί και κατά τα χαράματα, εγώ….. έκανα την πρόταση να γυρίσουμε στο χωριό μας.
Έπρεπε η ώρα εξ να ξεκινήσουμε με άλλους να φτάσουμε στο Ρογγοβό, μια ώρα με τα πόδια από το χωριό, να δουλέψουμε οχτώ ώρες κασμά, φτυάρι και βαριά και το βράδυ να γυρίσουμε στο χωριό.
Αλλιώς δεν είχε μεροκαματο, ούτε φαγητό, ούτε πανηγύρι τις άλλες μέρες.
Που να τα ακούσει αυτά ο Αχιλλέας….
Έπειτα ήταν δάσκαλος ο πατέρας του και παπάς ο παππούς του.
Δεν είχαν και τόση ανάγκη σαν εμάς τους άλλους.
Που να τα ακούσει αυτά ο Αχιλλέας.
Κάθισε στην μέση στο χορό και άρχισε να παραγγέλνει στα όργανα τραγούδια της τάβλας.
Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια….
Τώρα στα ξεχωρίσματα έλα Σιώζιο μ’ να φιληθούμε.
Σιώζιος…. ήταν το παράνομα του Αχιλλέα.
Εγώ επέμενα.
Τίποτε.
Στο τέλος κατάλαβα να τους λέει κρυφά κάτι….
Εντάξει…. να πάμε αφού επιμένεις….
Ξεκινήσαμε για να γυρίσουμε στο χωριό μας .
Φτάσαμε στο τέλος, στο μονοπάτι που βγαίνεις έξω από το Σιοποτσέλι κυκλικά.
Οι άλλοι ψιλογελούν, εγώ όπως είχα κάνει και το κεφάλι… ούτε και κατάλαβα.
Αφού προχωρήσαμε ακούω ξανά τραγούδια…..
-         Τι γένεται εδώ….·;
-         Δεν κατάλαβες μωρέ μπουμπούνα….,
-         Κι εδώ πανηγύρι γίνεται.
-         Πήγαμε στη Βίτσα να συνεχίσουμε.
Άρχισαν οι άλλοι να γελούν….
-         Κι εδώ πανυγύρι γίνεται…..
Σελίγο φτάσαμε ξανά στο Σοποτσέλι από άλλο δρόμο κυκλικά.,
Ο κύριος Αχιλλέας μας είχε φέρει στο χωριό ξανά από τη γύρα του χωριού, στο ίδιο πανηγύρι.
Μετά από το πάθημα μου αυτό… δεν ήταν καιρός για παρεξηγήσεις.

 Καθήσαμε ως το πρωϊ στο γλέντι.
 Ας πάει και το μεροκάματο και τα φτυάρια οι κασμάδες και οι βαριές.
 Τώρα είχε σειρά ο Χστάκς με το βιολί, κι ας το παιζε ανάποδα… τύφλα στο μεθύσι, και δός του τραγούδια της τάβλας ξάπλα στο μεσοχώρι, να φιλόμαστε με τον Χσ’τάκη, τον Λίτσι τον Αγησίλαο.
-         Να και οι αλευρόπιττες σε λίγο.
 Όταν τελειώσαμε και μαζί με τα όργανα ξεκινήσαμε να γυρίσουμε στο χωριό, ούτε και καταλάβαμε πως φτάσαμε. Το μονοπάτι που κατέβαινε για το χωράφι του Μήτσιου Παππά…. ήταν ίσιο….
-          Δεν είχε ούτε γράβα…., ούτε κέδρα… , ούτε πουρνάρια….
-         Μόλις φτάσαμε στο χωριό μας μου λέει ο Αχιλλέας.
-         Είμαστε στο Σοποτσέλι….
-         Δεν θα μπούμε στο χορό.
-          Κι εδώ πανηγύρι γίνεται….
-         Με δουλεύει και από πάνω ο άθλιος.
-         Καλά να πάθω…..
-          Και του χρόνου. Λοιπόν….





Θέμα 2ο

Από τη γέννηση ως το θάνατο

Α΄. Η γέννηση
 Τι λέει ο κόσμος για την σύλληψη του μωρού
 Η γέννηση ενός νέου ανθρώπου είναι μεγάλο γεγονός για την οικογένεια και την κοινωνία στην οποία ζει.
Ο νέος άνθρωπος εκτός που θ’ αποτελέσει τη συνέχεια της κοινωνίας του, τη διαιώνιση του είδους του, όπως λέμε , θα δώσει χαρά σε όλους. με την σωστή μετεξέλιξή του, σωματική και πνευματική.
 Για τον πατέρα είναι χαρά αλλά και ξεκούραση, πολλές φορές, όπως και για την μητέρα.
Αυτό θα συνεχίσει το επάγγελμά του θα μοιραστεί τις χαρές και τις λύπες, τις επιτυχίες και τις απογοητεύσεις.
Ο κόσμος λέει πολλά για την σύλληψη ενός μωρού.
Υπάρχουν μέρες που γεννιούνται αρσενικά και θηλυκά παιδιά, ακόμη και δίδυμα.
 Για πολλούς γονείς λένε ότι έχουν βρει το « αρσενικοβότανο» και κάνουν πολλά αρσενικά παιδιά.

Ο λαός μας πιστεύει ότι μπορεί να καθορίσει κάποιος το φύλλο ενός παιδιού.
 Αυτό εξαρτάται από την εποχή, από το φεγγάρι, αν είναι έκλειψη ή πανσέληνος κ.λ.π.
 Στα περασμένα χρόνια τα πολλά κορίτσια θεωρούνταν κατάρα.
 Τα αγόρια ήταν παιδιά…..
Όλα εκείνη την εποχή εξαρτόνταν από την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της οικογένειας.
 Στο χωριό μας, όπως γνωρίζω δεν συνέβαινε συχνά αυτό
Πολλές φορές ο λαός μας συνδέει το όνομα ενός Αγίου με την τύχη του μωρού του.
 Ο Άγιος Ελευθέριος βοηθά να ελευθερωθεί γρήγορα η μάνα στον τοκετό.
Ο Άγιος Στέργιος να τα στεριώσει. Ο Αγ. Προκόπης τα κάνει προκομμένα.

Ποτέ το παιδί, αν και γιορτάζει την ημέρα των Αγίων Αναργύρων, δεν ονομάζεται Ανάργυρος, αλλά Αργύρης και το κορίτσι Αργυρώ.
Την ημέρα του Αγίου Συμεών οι γυναίκες που βρίσκονται σε [ενδιαφέρουσα] δεν πρέπει να κάνουν καμιά δουλειά, για να μη φέρουν στον κόσμο [σημειωμένο παιδί].
 Εδώ θέλω να σημειώσω, για «το Χέρι της Παναγιάς»
 που ο κόσμος πιστεύει ότι βοηθά την γυναίκα στην ώρα της γέννας.
Για τούτο θα γράψω ξεχωριστά στο βιβλίο αυτό αν με το καλό κυκλοφορήσει σε νέα έκδοση.
Όπως όλος ο λαός μας πιστεύουν και οι χωριανοί μου στις μοίρες.
 Οι μοίρες κανονίζουν την όλη του ζωή από τη στιγμή που θα γεννηθεί μέχρι το θάνατο.
 Οι γονείς πρέπει να προσέχουν από τη στιγμή της σύλληψης να τα έχουν καλά με τις μοίρες.
 Υπάρχουν άτομα που είναι αγαπητά στις μοίρες και βοηθούν και στη ζωή των άλλων ατόμων και άλλα που δεν τα συμπαθούν οι μοίρες.
 Οι γονείς και όλη η κοινωνία πρέπει να βρούν ποιες είναι οι καλές μοίρες και ποιες οι κακές για να τις προσέχουν.
 Οι μοίρες είναι κάτι περίπου με τους αγίους.

 Μεγάλος ήταν ο ρόλος της μαμής.
 Αυτή θα ξεγεννούσε τη μάννα, πολλές φορές στις δύσκολες περιπτώσεις.
 Η νέα γυναίκα την μαμή την είχε στη θέση της μάνας της, από αυτή την απλή γυναίκα εξαρτώνταν πολλές φορές η ζωή της και η ζωή του παιδιού της.
Εμάς και τα πέντε αδέλφια μας έφερε στον κόσμο η κυρά Παύλαινα.
 Τη μαμή την είχαν σε πρώτη θέση στο χωριό από την γέννηση ως το γάμο.
Την καλούσαν στο τραπέζι σε κάθε γιορτή.
Τα περισσότερα παιδιά του χωριού μας τα έφερε στον κόσμο η μαμή, λίγες οικογένειες είχαν να πληρώσουν μαιευτήρα.
 Από τη στιγμή που θα γεννηθεί το μωρό η μάνα έπρεπε να προσέξει να έχει γάλα για να το μεγαλώσει.
Το γάλα της μάνας θεωρούνταν η καλύτερη τροφή.
Αν δεν είχε γάλα του δίναν κάποιες τροφές που μπορούσε να φάει, όπως κρέμες.
Και η μάνα έπρεπε να τρώει κατάλληλες τροφές που θα φέρναν γάλα, όπως τροφές που είχαν σαν βάση το άμυλο, ρύζι, σιτηρά, καλαμπόκι, όχι όσπρια.
Εξυπακούεται ότι η μάνα εκείνη την εποχή ούτε κάπνιζε, ούτε έπινε ποτά, εκτός από ελάχιστο κρασί.
Η μάνα και οι δικοί της έπρεπε να προσέχουν να είναι καθαρό το μωρό της.
Εκείνη την εποχή αυτό ήταν δύσκολο, γιατί δεν υπήρχαν οι συνθήκες που υπάρχουν σήμερα, τα απορρυπαντικά τα πάμπερς και βάλε.
 Έχει σημασία κοινωνική να αναφέρω ότι πολλές φορές μια μικρομάνα που είχε περίσσιο γάλα βύζαινε και ξένο παιδί, όπως εμένα με βύζαξε η Λευτερία Πετράκη που είχε μωρό τον γιό της τον Βύρωνα.
 Την ευχαριστώ πολύ.
 Τα ρούχα του μωρού όπως και της μάνας τα αναφέρω σε άλλο μέρος της εργασίας μου εκεί που μιλώ για την ενδυμασία.
Εδώ γενικά θα αναφέρω ότι τα ρούχα του μωρού και της μάνας ήταν απλά, φτωχικά για την εποχή εκείνη, και ανάλογα με την εποχή.

 Μην ξεχνάμε ότι στο χωριό μας το κλίμα είναι άστατο και η μάνα πρέπει να προσέχει το μωρό της να μην κρυώνει ούτε και η ίδια, ούτε και να σκάει στη ζέστη.
Εκείνο που πρόσεχαν πολύ είναι τα ρούχα και της μάνας και του μωρού να είναι καθαρά.
Μεγάλο πρόβλημα για την εποχή εκείνη ήταν τα παρασιτικά έντομα, ψύλλοι, ψείρες, κοριοί, κουνούπια κ.λ.π.
Όλοι φρόντιζαν να απαλλάξουν μάνα και μωρό από τα έντομα αυτά.


Το μάτιασμα
Το μωρό κατά την αντίληψη του λαού μας, που και σήμερα ακόμη υπάρχει παθαίνει κακό από το κακό μάτι, μέχρι που μπορεί να αρρωστήσει και να χάσει την ζωή του, όπως και η μάνα του μωρού και για τούτο προσέχαν πολύ το μάτιασμα.
Ένα μωρό ματιάζονταν αν ήταν παχουλό, όμορφο, καλοντυμένο κ.λπ.
 Από μάτι πάθαινε ορισμένες ώρες τη μέρα.
 Υπήρχαν άτομα που είχαν καλό μάτι και άτομα που είχαν κακό μάτι, οι χωριανοί ξέραν ποια άτομα είχαν καλό και ποια κακό μάτι και τα πρώτα τα προσκαλούσαν να είναι κοντά στη μάνα και στο μωρό ενώ τα άλλα τα αποφεύγαν.
 Υπήρχαν και άτομα, κυρίως γυναίκες ξεματιάστρες.
 Μια από αυτές ήταν και η μάνα μου η Ιππολύτη.
 Θυμάμαι κι εγώ που της έφερναν τα μωρά να τα ξεματιάσει.
 Αυτή τα διάβαζε τα άλειφε με λάδι από το καντήλι, είχε κι έναν παμπάλαιο χιλιολαδωμένο σταυρό και τα σταύρωνε.
Έλεγε και κάποια λόγια που δεν τα μαρτυρούσε, γιατί δεν πιάναν μετά.
 Τα λόγια αυτά δεν πρόκανε να τα πει στην νύφη της την Μαρία, γιατί πέθανε η καημένη ξαφνικά.
 Εγώ δεν πιστεύω ότι είχε μαγικές ιδιότητες, εκείνο που πιστεύω ήταν ότι επιδρούσε σε μάνα και μωρό η καλή της καρδιά, η καλοσύνη της.
 Η λεχώνα δεν έπρεπε να βγει έξω μέχρι να σαραντίσει, γιατί μπορούσε να πάθει κακό από κακά πνεύματα.
 Όπως δεν έπρεπε να πλένεται την νύχτα ούτε να πλένει το μωρό της.
 Μετά τις σαράντα η μάνα με τη συνοδεία της πεθεράς της ή μιας θείας, ποτέ με συνοδεία άντρα, πήγαινε να σαραντίσει το μωρό της στην εκκλησία.
Πρόσεχαν να είναι πολύ καθαρή κι η μάνα και το μωρό και στο δρόμο να μην ανταμώσουν γρουσούζηδες ανθρώπους, ή ανθρώπους με κακό μάτι, για τούτο πήγαινε μπροστά ένας δικός της και αν έβλεπε τέτοια άτομα ειδοποιούσε να μην πλησιάσουν κοντά στη μάνα και στο μωρό.
 ‘Όταν γύριζαν από το σαράντισμα η πεθερά έδινε κάποιο μικρό δώρο στη μάνα και στο μωρό της και κάναν στο σπίτι γλυκίσματα




Το βάπτισμα
 Το να διαλέξει τον νουνό του παιδιού των η μάνα και ο πατέρας ήταν σοβαρό θέμα για την εποχή εκείνη.
 Ο νουνός ήταν το αξιοσέβαστο πρόσωπο μέσα στην οικογένεια.
Είναι αυτός που βάζει το λάδι και πολλές φορές επιδρά στη διαμόρφωση της ζωής του παιδιού.
– Τι περιμένεις έλεγαν, αφού ο νουνός του έβαλε τρελό λάδι … τι θα γίνει το παιδί.
 ΄Η αφού έχει τέτοιο νουνό, μπορεί να μην γίνει και το παιδί καλό σαν τον νουνό του.
 Αν όλοι είχαν τον νουνό, που αργότερα θα γίνει ο κουμπάρος της οικογένειας, σε υπόληψη σε μεγαλύτερη υπόληψη τον είχαν οι σαρακατσάνοι.
 Μέχρι τέταρτη γενιά στους σαρακατσάνους κρατούσε η κουμπαριά, μπορεί να ξεχνούσαν τον συγγενή, τον κουμπάρο και την κουμπαριά δεν την ξεχνούσαν.
 Ο ρόλος του ήταν σημαντικός.
 Είχε ηθικές υποχρεώσεις απέναντι στο παιδί που βάφτισε.
Έπρεπε να παρακολουθεί την σωματική του, πρώτα όμως την ηθική και κοινωνική εξέλιξη.
 Να κρατά τις κοινωνικές και τις θρησκευτικές μας παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά μας.
Αν το βαφτιστήρι παραστρατούσε ο νουνός ήταν υποχρεωμένος να το φέρει στο σωστό δρόμο.

Το μωρό το βάπτιζαν όταν κάπως μεγάλωνε, εκτός αν υπήρχαν άλλοι λόγοι, όπως λόγοι υγείας και έπρεπε να βαπτιστεί μικρό, πολλές φορές γινόταν και νηπιοβαπτισμός ακόμη και αεροβαπτισμός -στον αέρα,- μήπως το μωρό χαθεί και πάει αβάπτιστο.
 Προσέχαν ο καιρός να είναι καλός να μην κρυολογήσει το μωρό.
Η βάπτιση γινόταν στην εκκλησία, καμιά φορά όμως και στο σπίτι.

Ποιος του έδινε το όνομα και πως το διάλεγε;
Πολύ σοβαρό θέμα ήταν το όνομα που έδινε ο νουνός στο μωρό και πολλές φορές δημιουργούσε παρεξηγήσεις μέσα στην οικογένεια και στους δικούς και φίλους.
 Το έθιμο είναι να δίνει ο νουνός το όνομα που θέλει σε συνεννόηση με την μάνα τον πατέρα τον παππού και την γιαγιά.
Συνήθως στο πρώτο παιδί στο αγόρι δίναν το όνομα του παππού, γιατί ο παππούς κατά την παράδοση είναι ο γενάρχης της οικογένειας.
Αυτός θα συνεχίσει το σόι.
Στο δικό μας σπίτι υπάρχει γραμμένος στα χαρτιά ο παππούς Δημήτρης Ιωάννου Βακάμης από το 1800 περίπου και ο γιος μου που έχει γεννηθεί το 1962 έχει το όνομα Δημήτριος Ιωάννου Βακάμης.
Μετά από τον παππού δίναν το όνομα της γιαγιάς αν ήταν κορίτσι και μετά άλλα ονόματα.
 Ο νουνός έδινε αξιόλογα ονόματα στα βαφτισίμια, γιατί πιστεύαν ότι θα γίνουν αξιόλογα, ανάλογα με το όνομα που του δίνουν.
Στο χωριό μας και στο Ζαγόρι γενικά δίναν ονόματα παρμένα από την αρχαία Ελλάδα, από την μυθολογία ή την ιστορία μας.
Για τούτο πολλά παιδιά τα λεν Αχιλλέα, Ευριπίδη και τα κορίτσια Θάλεια, Ασπασία, Ιππολύτη κ.λ.π.
Σε κοινωνίες με έντονο θρησκευτικό αίσθημα τα ονόματα είναι κυρίως αγίων Γεώργιος, Δημήτριος, Κων-νος, Ιωάννης, Ελένη Γεωργία Δήμητρα, και πρώτα Μαρία.
Οι περισσότεροι Έλληνες είναι Γιώργηδες, Γιάννηδες , Μαρίες και Ελένες.
 
Τα πρώτα ρούχα- βαπτιστικά- ήταν τα μωρουδιακά αυτά που έδινε ο νουνός στη βάπτιση και αυτά που έδινε στο αναδεχτούρι όταν γινόταν γύρω στα επτά οχτώ χρονών.
 Τα μωρωδιακά ήταν ρούχα ανάλογα με την ηλικία του μωρού, και ανάλογα με την κοινωνική θέση του νονού και τον γονέων.
Ο πλούσιος νουνός έδινε και πλούσια, ο φτωχός φτωχά. Το ίδιο και τα ρούχα που δίναν στο βαπτιστήρι όταν μεγάλωνε.
Σε μένα, όπως έλεγε η μάνα μου, ο νουνός μου είχε στείλει από την Θεσσαλονίκη ένα κουστουμάκι ναυτικό με το όνομα Αβέρωφ, μόνο που εγώ δεν έγινα ναυτικός, ούτε υπηρέτησα στο ΑΒΕΡΩΦ.



Το παιδί
 Για την παιδική ηλικία σε αυτό το σημείο λίγα έχουμε να συμπληρώσουμε, αφού όλη η εργασία μου, «η καθημερινότητα στο χωριό μας» αναφέρεται και στην παιδική ηλικία.
Εδώ θα σημειώσουμε κάποια πράγματα συμπληρωματικά που έχουν σχέση με την κοινωνική ένταξη ενός παιδιού και την συμπεριφορά της μικρής μας κοινωνίας απέναντι του.
 Η κοινωνία του χωριού μας, όπως είπα και σε άλλα μέρη ήταν μικροαστική και σε λίγες περιπτώσεις μεγαλοαστική, λίγες ήταν οι καθαρά αγροτικές και κτηνοτροφικές οικογένειες, αργότερα ήρθαν οι σαρακατσάνοι , καθαρά κτηνοτροφικές οικογένειες με τις δικές των συνήθειες τα ήθη τα έθιμα και στις παραδόσεις των.
 Εγώ θα αναφερθώ στο δικό μου χωριό περισσότερο.
 Όπως γινόταν και γίνεται και σήμερα στις αστικές οικογένειες το παιδί το πρόσεχαν περισσότερο ανάλογα με την κοινωνική και οικονομική κατάσταση.
 Δεν υπήρχε ρατσισμός και όλοι χωριατόπαιδα, γυφτάκια και σαρακατσανάκια ζούσαμε αρμονικά, δεν είχαμε διαφορές, παίζαμε μαζί, πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο, με τον ίδιο δάσκαλο.
 Σε κατώτερη μοίρα είχαν τα ορφανά παιδιά.
 Το ορφανό ήταν σε δεύτερη μοίρα στις κοινωνικές εκδηλώσεις, στο γάμο στο πανηγύρι, στη βάπτιση, γιατί πιστεύαν, κακώς βέβαια, ότι η ορφάνια του επιδρούσε αρνητικά και στην άλλη κοινωνία.
Δεν ήταν τυχερό το παιδί, αφού έχασε τους γονείς του.
 Αυτό συνέβαινε περισσότερο στους σαρακατσάνους και στις αμόρφωτες αγροτικές, εργατικές οικογένειες.
 Αν το ορφανό ήταν σε κατώτερη μοίρα, το νόθο ήταν σε ακόμη κατώτερη.
Ήταν το παιδί το παρατημένο που κανένας δεν το αποδέχονταν στην κοινωνία.
 Αυτό έπρεπε μόνο του να επιβιώσει και να εξελιχθεί.
Δεν διστάζαν να το αποκαλούν- μπαστί, υβριστική πολύ κακή λέξη.
Όπως και στη χειρότερη μοίρα είχαν την μάνα που είχε νόθο παιδί.

Ο γάμος
 Ο γαμπρός και η παρέα του, όταν πηγαίνουν να πάρουν τη νύφη τραγουδούν:
Ξύπνα περδικομάτα μου
κι ήρθα στο μαχαλά σου
χρυσά πλεξούδια σούφερα
να πλέξεις στα μαλλιά σου.
και η παρέα της νύφης απαντά:










(75)
Γάμος στο Ζαγόρι το 1890 -
Δεν τόξερα λεβέντη μου
πως είσαι η αφεντιά σου
να πεταχτώ σαν πέρδικα
να ‘ρθώ στην αγκαλιά σου.

Να γίνω γης να με πατείς
γιοφύρι να περάσεις,
να γίνω και τριανταφυλλιά
στον ίσκιο μου να κάτσεις.

 Από το 1850 και μέχρι το 1950 οι αλλαγές στη συμβίωση των ανθρώπων είναι μικρές.
Οι μεγάλες αλλαγές έρχονται μετά το 1950, μετά την πλήρη αστικοποίηση της κοινωνίας μας και την ένταξη μεγάλης μάζας
του λαού μας σε αυτή, όπως παράδειγμα των σαρακατσαναίων, ή αγροτικών και κτηνοτροφικών πληθυσμών.
 Η γνωριμία ενός ζευγαριού γινόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου με προξενιό.
Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις που ένα ζευγάρι παντρεύτηκε με έρωτα.
Τα διαζύγια ήταν πράγμα ανύπαρκτο για το χωριό μας.
Προξενήτρες εξ επαγγέλματος δεν υπήρχαν στο χωριό μας, μπορούμε να πούμε ότι κάποιοι ή κάποιες κάναν την προξενήτρα ερασιτεχνικά.
Πλαίσιο κειμένου:  
(76)
Γάμος σ το Ζαγόρι το 1890
 Ούτε είχαμε κλεψίματα της νύφης.


Το αγόρι ή το κορίτσι γνωρίζονταν σε κοινές εκδηλώσεις, στην εκκλησία, στους γάμους, στα πανηγύρια.
Έστελνε τον πατέρα του και ζητούσε το κορίτσι
 Επίσης ο πατέρας του αγοριού αν ήξερε καμιά καλή νύφη έστελνε δικούς του και ζητούσαν τη νύφη για λογαριασμό του γαμπρού.

Η τελετή του αρραβώνα
Ο αρραβώνας γινόταν στο σπίτι της νύφης.
Υπήρχε ξεχωριστή τελετή του αρραβώνα και την έκανε ο παπάς.
 Στον αρραβώνα βρίσκονταν οι γονείς της νύφης και του γαμπρού και συγγενικά των πρόσωπα. Το βράδυ γινόταν μικρό γλέντι.
Η νύφη έκανε επίδειξη των ικανοτήτων της στα μελλοντικά πεθερικά της, κερνούσε γλυκό, συνήθως του κουταλιού, και παινεύονταν οι γονείς της για το γλυκό που έκανε η κοπέλα τους προσπαθούσε δε να κάνει και την καλύτερη Ζαγορίσια πίττα για να ευχαριστήσει την μέλλουσα πεθερά και τον πεθερό και τον μέλλοντα γαμπρό.

 Στον αρραβώνα εκτός από τα δαχτυλίδια αντάλλαζαν και δώρα, συνήθως χρυσαφικά, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των δυο σπιτιών.
Στο μικρό γλέντι λέγαν και κάποια τραγούδια δημοτικά, σεμνά όμως, γιατί η νύφη και ο γαμπρός ντρέπονταν… και έπρεπε να κρατήσουν καλή συμπεριφορά μπροστά στην πεθερά και τον πεθερό, καμιά φορά τραβούσαν και κάποιο όμορφο ελληνικό χορό, πάντα όμως με σεμνότητα.

Ο γάμος
 Για το γάμο και τη σημασία του θα αναφερθώ σύντομα στο σημείο αυτό
Ο γάμος ήταν το ύψιστο γεγονός για την κοινωνία της εποχής εκείνης, επομένως και για την κοινωνία του χωριού μου.
Από έναν επιτυχή γάμο εξαρτιόνταν όλη η μελλοντική πορεία μιας οικογένειας και επομένως και της κοινωνίας.
 Σήμερα ένας επιτυχημένος ή αποτυχημένος γάμος δεν είναι και τόσο σοβαρό πρόβλημα όσο ήταν στα παλιά.

Στα χρόνια εκείνα όμως που η ζωή ήταν πολύ δύσκολη, όλα τα προβλήματα θα τα αντιμετώπιζε ένα επιτυχημένο ή αποτυχημένο ζευγάρι.

Αν υπάρχουν τόσα κοινωνικά προβλήματα σήμερα, στην εποχή της ευημερίας οφείλονται στους αποτυχημένους γάμους.
Αν το έθνος μας μπόρεσε να κρατηθεί κάπως σε όλους τους τομείς οφείλονται στη σωστή συμβίωση των ατόμων.

Ο γάμος άρχιζε την Παρασκευή και τελείωνε την Δευτέρα το βράδυ.

 Άρχιζε με το άνοιγμα και την έκθεση της προίκας της νύφης με τη συνοδεία των φιλενάδων της και τα σχετικά τραγούδια.
 Η προίκα της νύφης είχε όλα τα απαραίτητα για να ντυθεί ένα καινούργιο σπίτι.
Οι δυο πεθεροί κατάρτιζαν το προικοσύμφωνο – επίσημο χαρτί -που έλεγε τι δίνει ο πεθερός για λογαριασμό της νύφης στο γαμπρό του.
Το προικοσύμφωνο το υπέγραφαν αξιόλογα πρόσωπα του χωριού.
 Σχετικό προικοσύμφωνο του 1750 υπάρχει στην εργασία μου.
Αν το κορίτσι ήταν σε καλή οικονομική κατάσταση έδινε και χρήματα στον γαμπρό, αν είχε έδινε και κάποιο κτήμα στο γαμπρό.
 Δεν ήταν υποχρεωτική η προίκα, ούτε και γνωρίζουμε να χάλασαν συνοικέσια επειδή η νύφη δεν είχε προίκα.
Την προίκα, αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό την φέρναν με τα άλογα, αν ήταν από το ίδιο χωριό την έφερναν τα παλικάρια του χωριού, τους δίναν φιλοδωρήματα και γινόταν και μικρό γλέντι, στο οποίο συμμετείχε όλο το χωριό.
Πλαίσιο κειμένου:  
(77)
Νυφιάτικη στάμνα
 
Το Σάββατο γινόταν γλέντι στο σπίτι της νύφης χωρίς το γαμπρό και παρευρίσκονταν όλοι οι δικοί της οι φίλοι και οι χωριανοί.
Ο γαμπρός θα έβλεπε την νύφη την ώρα της στέψης.
 Την Κυριακή θα γινόταν η στέψη στο σπίτι του γαμπρού.
Σε πιο καθυστερημένες κοινωνίες, όχι όμως και στο χωριό μας, υπήρχαν και οι φυλαχτάδες της νύφης, γιατί μπορούσε να γίνουν παρατράγουδα, παρεξηγήσεις, και να χαλάσει ο γάμος.

Πολλές φορές σαρακατσάνικος γάμος χάλασε από την παραμικρή παρεξήγηση.



 Η νύφη στα πολύ -πολύ παλιά χρόνια έβαζε κάποια παραδοσιακά φορέματα, όπως και ο γαμπρός.
Στα νεότερα χρόνια όμως και κυρίως από το 1900 και μετά ντύνονταν ευρωπαϊκά.
Εκείνοι που κράτησαν περισσότερο τις στολές των ήταν οι σαρακατσάνοι.
Η νύφη έβαζε τα πιο καλά της στολίδια, σκουλαρίκια, βραχιόλια και ανάλογα με την οικονομική και κοινωνική της θέση.
 Το ίδιο και ο γαμπρός έπρεπε να φορεί το γαμπριάτικο κουστούμι, να έχει ακριβό δαχτυλίδι και κυρίως το κρεμαστό ακριβό ρολόι, δείγμα αρχοντιάς και πλούτου.

 Την νύφη την στόλιζαν τα κορίτσια, που είχαν μάνα και πατέρα, και είχαν ειδικότητα σε αυτόν τον τομέα, να γίνει πανέμορφη και τον γαμπρό τον ξύριζε ο καλύτερος κουρέας.
 Πολλοί με το κουστούμι του γάμου θα περνούσαν όλη τους τη ζωή.
 Η τελετή του γάμου , όπως είπαμε ήταν η συνηθισμένη.
Στην τελετή ρίχναν κουφέτα στη νύφη και στο γαμπρό και κερνούσαν γλυκά.
Παρανυφάκια δεν θυμάμαι να γίνονταν εκείνη την εποχή.
Αυτά είναι καινούρια μικροαστικά σημερινά έθιμα, ούτε στολίζαν όπως σήμερα την εκκλησία, ούτε τόσες φωτογραφίες βγάζαν για να τα κονομάν οι ανθοπώλες και οι φωτογράφοι.
 Αυτά είναι σημερινά έθιμα μια παρακμάζουσας καταναλωτικής κοινωνίας.
Τα έθιμα ήταν τα συνηθισμένα, όπως ανέφερα περιληπτικά και παραπάνω.
Ξεχωριστά έθιμα είχαν οι σαρακατσάνοι.
 Ο ρόλος του κουμπάρου και της κουμπάρας ήταν καθοριστικός στο γάμο. Ήταν σε πρώτη θέση, προπαντός αν ήταν ο νουνός του γαμπρού.
Αυτός πλήρωνε τα έξοδα του γάμου, έκανε το καλλίτερο δώρο στη νύφη και στο γαμπρό και η ευχή ήταν- «Άντε νουνέ και με λάδι»
Ήταν πρώτος στο γλέντι, έπρεπε να είναι και σοβαρός, αλλά και εύθυμος, όπως το καλούσε η θέση του.
Η νύφη έπρεπε να είναι προσεκτική στην συμπεριφορά της απέναντι στον κουμπάρο και την κουμπάρα για να μην παρεξηγηθεί.
Στο γάμο είχαν και όργανα συνήθως από το διπλανό χωριό, τους γύφτους όπως τους λέγαμε.
Ήταν συνήθως η παρέα των Δερβαίων.
 Παίζαν ανάλογα και με το φιλοδώρημα που παίρναν σε κάθε χορό.
 Τα περισσότερα χρήματα τα δίναν όταν χόρευε η νύφη, ο γαμπρός, η κουμπάρα και ο κουμπάρος και οι πλησιέστεροι συγγενείς.
Η στέψη γινόταν στην εκκλησία.
 Ανάλογα από πού ήταν η νύφη αν ήταν από το ίδιο χωριό ή από κάποιο άλλο ερχόταν με τα πόδια ή πάνω σε άλογο.
Πλαίσιο κειμένου:  (78)
ΦΩΤΟ Οι. Καρακώστα
Νεόνυμφοι στην Κονστάτζα   
 Για περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτό το θέμα ας δει κάποιος την φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή «Ζαγορίσιος γάμος»
- Μετά τη στέψη υποδεχόταν τα νιόγαμπρα στο σπίτι η πεθερά. Τους έδινε τις ευχές της.
Πήγαινε μαζί με την νύφη και έφερναν από τη βρύση νερό και μαζί νύφη και πεθερά ράντιζαν το σπίτι γύρω -γύρω για να τρέχουν τα καλά στο σπίτι σαν το νερό. Αλείφαν και την πόρτα του σπιτιού με μέλι και βούτυρο για να είναι γλυκό και ευτυχισμένο το αντρόγυνο.
Πλαίσιο κειμένου:  
(79)
Γάμος το 1937
ΦΩΤΟ Σ.Μελατζής
 Το θέμα της παρθενιάς του κοριτσιού δεν ήταν σε πρώτη μοίρα όπως συνέβαινε σε άλλες καθυστερημένες κοινωνίες, ούτε είχαμε στο χωριό μας τα βάρβαρα έθιμα της παρθενιάς του κοριτσιού, ούτε έχουμε παραδείγματα που να χάλασε ο γάμος από αυτό το πρόβλημα.
Πάντως η οικογένεια και ο γαμπρός το χαίρονταν αν το κορίτσι ήταν παρθένα.
 Μετά την υποδοχή της πεθεράς και την επιστροφή τη νύφης, στο Μεσοχωρι γινόταν μεγάλο γλέντι.
 Στο γλέντι αυτό συμμετείχαν όλοι οι δικοί και φίλοι και όλο το χωριό.
 Η σειρά που μπαίναν στο χορό ήταν αυτή που είπα και παραπάνω.
 Τα φαγητά και τα γλυκά ήταν άφθονα, φυσικά ανάλογα με την οικονομική και κοινωνική θέση αυτών που κάναν το γάμο.
 Το κρασί ήταν άφθονο, όταν μάλιστα τα περισσότερα σπίτια εκείνη την εποχή είχαν δικά τους κρασιά.
 Το γλέντι τελείωνε τη Δευτέρα.
Όλοι πηγαίναν χαρούμενοι στο σπίτι τους και πιο πολύ η νύφη και ο γαμπρός που πηγαίναν στο δικό τους σπίτι να κάνουν τη δική τους οικογένεια, τη δική τους φωλιά.
 Να ξεκινήσουν μια νέα ζωή γεμάτη όνειρα. υγεία και ευτυχία.
 Κλείνοντας θα πρέπει να πούμε και λίγα λόγια για τα πιστρόφια.
 Πιστρόφια θα πει η επιστροφή της νύφης μαζί με το γαμπρό στο πατρικό της σπίτι.
Γινόταν την πρώτη Κυριακή μετά το γάμο.

Το νέο ανδρόγυνο πρώτα πήγαινε στην εκκλησία και μετά γυρίζαν στο σπίτι της νύφης.
 Εκεί δεχόταν ευχές κι η μάνα της νύφης κερνούσε τον κόσμο και ακολουθούσε ένα μικρό γλέντι με φαγητά και γλυκά.
Το νέο αντρόγυνο τους διηγούνταν τις πρώτες εντυπώσεις από την νέα τους ζωή.
 Πως κάναν το νέο τους σπίτι.
Αν η νύφη έλεγε ότι μαζί έφερνε και ένα νέο άνθρωπο στην οικογένεια, ένα μωρό, όλοι το γλεντούσαν και περισσότερο ο πεθερός και μετά η πεθερά, αλλά και ο γαμπρός που βγήκε από τις πρώτες μέρες τόσο άξιος……..

Όλοι βέβαια περιμένουν αγόρι…., δεν το στενοχωριόταν όμως πολύ αν ήταν και κορίτσι….

Ο θάνατος
Όσο και αν προσπάθησε η θρησκεία με ψεύτικες υποσχέσεις για μετέπειτα ζωή, εκμεταλλευόμενη τον φόβο του ανθρώπου για το άγνωστο μετά τη ζωή και έταξε – τόπους χλοερούς - τόπους αναπαύσεως-, ή ποτάμια με πιλάφια και εβδομήντα παρθένες, όπως στην μουσουλμανική θρησκεία, ο λαός μας ποτέ δεν είδε τον θάνατο με καλό μάτι και ποτέ τουλάχιστον σε μια υγιή κοινωνία δεν είπε «τον αγαπούσε και τον πήρε ο Θεός», ποτέ δεν συμβιβάστηκε με τον θάνατο.
Ο θάνατος για το λαό μας ήταν το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί σε ένα άτομο και για την κοινωνία στην οποία ζούσε.
Ο λαός μας πονούσε αφάνταστα για τον χωρισμό και ο πόνος ήταν ανάλογος, με την ηλικία, τις υποχρεώσεις του.
Ο λαός κλαίει τα νιάτα εκείνου που χάνεται, όσο για τους άλλους που μένουν πίσω, πιστεύει ότι με το πέρασμα του χρόνου θα βολευτούν.
 Τα ορφανά πορεύονται,
 κι η χήρα κυβερνιέται
 όμως ο πόνος της μάνας ποτέ δεν γιατρεύεται.


 Αν υπολογίσουμε ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε και η κοινωνική πρόνοια που υπάρχει σήμερα, το πρόβλημα της απουσίας ενός ατόμου στην κοινωνία μας ήταν τεράστιο.
 Ο λαός μας πίστευε και πιστεύει ότι ο άνθρωπός του δεν χάνεται αλλά μεταβαίνει σε έναν άλλο κόσμο και ζει εκεί την καθημερινότητα και θέλει νάχει μαζί του ό,τι αγάπησε στην εδώ ζωή, γι αυτό και στην τελευταία του κατοικία τον συνοδεύουν ό,τι αγάπησε στη ζωή.
 Στο νεκρό, αν είναι παιδί θα του βάλουν μέσα τα παιγνίδια του θα το ντύσουν με τα καλά του ρούχα, αν είναι σχολιαροπαίδι θα του βάλουν τα βιβλία του και τα κοντήλια του.
 Αν είναι σε ώρα γάμου θα το στολίσουν νύφη ή γαμπρό.
 Θα του βάλουν το κομπολόι του την γκλίτσα, το γαμπριάτικο κουστούμι, ό,τι, τελοσπάντων αγάπησε.
Ο λαός κλαίει γι αυτόν που χάνεται και ο πόνος του εκφράζεται με το μοιρολόι.

Τα μοιρολόγια είναι διαμάντια της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας και λαογραφίας.
 Στο θαυμάσιο μοιρολόι της Μαριόλας ο λαός πιστεύει ότι ο αγαπημένος της που ήρθε από την ξενιτιά και δεν την βρήκε, μπορεί να κουβεντιάσει μαζί της και να πουν τον πόνο τους.







Σήκω Μαριόλα μ’ απ’ τη γη
κι από το μαύρο χώμα-
ψυχή καρδούλα μου-
σήκω να δεις τι σούφερα
από τα έρμα ξένα.

Με τι ποδάρια να σκωθώ
και χέρια ν ακουμπήσω.
ψυχή καρδούλα μου.
Κάνε τα χέρια σου τσαπιά
τις απαλάμες φτυάρια,
κι άνοιξε παραθύρι,
ψυχή καρδούλα μου…

 Κάθε παλικάρι, κάθε νέο κορίτσι ακόμη και ο παππούς θα ήθελαν να έχουν στον τάφο τους ένα παραθύρι, να βλέπουν του Μάη τα λούλουδα, ν΄ ακούνε τα πουλάκια.
 Τα μοιρολόγια στο χωριό μας ήταν αυτοσχέδια και γίνονταν κατά περίπτωση από αυτοσχέδιες μυρολογίστρες.
Δεν υπήρχαν στο χωριό μου επαγγελματίες μοιρολογίστρες, όπως ίσως να υπήρχαν αλλού. Κάθε μοιρολογίστρα έκανε το δικό της μοιρολόγι, ανάλογα με την περίπτωση.
 Σώθηκαν ευτυχώς λίγα αυτοσχέδια μοιρολόγια που τα έγραψε σε κασέτες ο αείμνηστος λαογράφος Κώστας Λαζαρίδης.
Εγώ αυτοσχέδια μοιρολόγια θυμάμαι να λέει η Μερόπη Γιαννακού.
 Αυτοσχέδια μοιρολόγια έκαναν και η Θειάκο, η κυρά Γλυκερία και πολλές ακόμη, όπως και η θεία Πούλια Σβώλου.
Είχαν χάσει πολλούς δικούς τους και τους θρηνούσαν με τον δικό τους τρόπο.
 Δεν μπόρεσε κανένας ποιητής περισσότερο από τον Παλαμά, να γράψει πιο ζωντανά πιο πονεμένα τον χαμό του παιδιού του.






Άντυτο κι αστόλιστο στο χάρο δε σε δίνω.
Έλα με τ’ ανθόνερο το σώμα σου να πλύνω.
Κι όπως είσαι ανάλαφρο μικρό σαν χελιδόνι
κι άρματα παλικαριού δεν σου βροντούν στη ζώνη
έλα στο σπιτάκι σου, μια νύχτα ώ ακριβέ μας,
γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησέ μας.

Όσο και να προσπαθήσω δεν θα μπορέσω να γράψω τι ένιωσα, όταν έχασα την μονάκριβη αδελφή μου την Ρηνούλα, ούτε όταν έχασα τη μάνα μου και αργότερα τον πατέρα μου.
 Αυτά τα νιώθεις δεν μπορείς να τα περιγράψεις.