Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Ένα ωραίο- επίκαιρο- Ρωσικό παραμύθι



     Ο Ιβάν και η Μαριούσκα που έκαναν  την καρδιά τους φως.
         Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια περιοχή της Ρωσίας ένας λαός ευτυχισμένος
   Τα χωράφια του δίναν καρπό, τα ζώα του ήταν γερά και πληθαίναν, τα αντρόγυνα γεννούσαν γερά παιδιά, το κλίμα που ζούσαν ήταν καλό και όσοι κυβερνούσαν προσπαθούσαν να είναι δίκαιοι και φροντίζαν για το καλό όλων
 ΄Ηταν ένας λαός, όσο μπορούμε να πούμε, ευτυχισμένος
  Ήρθανε όμως δύσκολοι καιροί, πέσαν καιροί οργισμένοι,» όπως θα έλεγε ένας σύνχρονος ποιητής.
Μάθαν οι Μογγόλοι , οι άνθρωποι της στέπας, οι νομάδες και πάντα οι νομάδες είναι οι εχθροί των λαών, όπως οι Εβραίοι, του σατανιστή του ΑΒΡΑΆΜ και πέσαν να αρπάξουν την εύκολη λεία.
Και σαν ο λαός αυτός, ήταν μαθημένος να ζει ειρηνικά εύκολα, τον κυρίευσαν   εύκολα και οι άνθρωποι σαν δεν ήταν μαθημένοι να ζουν δούλοι  πήραν ο καθένας ότι είχε και  έφυγαν από τον τόπο τους να βρουν αλλού σωτηρία.
   Φόρτωσαν λοιπόν ο καθένας ότι είχε, πήραν στην αγκαλιά τους τα μωρά οι μανάδες, πήραν οι νεότεροι και οι πιο γεροί στη ράχη τους ,τους γέρους τις γριές και τους ανήμπορους και τράβηξαν για μέρη άγνωστα, με  όπλο την ελπίδα όπως λέει πάλι ένας παλιός στίχος. 
Πέρασαν τη στέπα , πολλοί γέροι και ανήμποροι έμειναν εκεί.
Πέσαν σε ένα βάλτο, ‘[
Πολλά παιδιά και μανάδες έμειναν εκεί, και το χειρότερο πέσαν σε ένα απέραντο δάσος και βάλτο μαζί τόσο πυκνό και τόσο σκοτεινό που δεν έβλεπες ούτε τη μύτη σου ,όπως λέμε,
Και δεν ήταν μόνο αυτό, ήρθε και η κατάμαυρη νύχτα
   Και τα θεριά και οι λύκοι και τα τσακάλια άρχισαν να ουρλιάζουν και να τους πλησιάζουν και οι άρχοντες άρχισαν να τα χάνουν, και η απελπισία έπεσε παντού.
Και κανένας δεν προχωρούσε μπροστά, κι όλοι άρχισαν να χάνονται μέσα στο βάλτο
 Και πρώτα χάσαν το θάρρος τους, κι ήταν καταδικασμένος ο λαός να χαθεί, όπως χάθηκαν και τόσοι άλλοι λαοί.
      Τότε βγήκε μπροστά ΄μια μεγάλη καρδιά, ο Ιβάν.
  ΄Ένα παλικάρι  γύρω στα εικοσιπέντε χρονών με το κορίτσι του, τη Μαριούσκα.
       Στάθηκε μπροστά στον απελπισμένο λαό του και άρχισε να φωνάζει.
  ‘ Ε κιοτήδες, τι σταματήσατε μωρέ.
 Τι χάνετε το θάρρος σας.
Προχωράτε.
 Υπάρχει ελπίδα
 Θα σωθούμε.
Όπου νάναι θα βγούμε στο  φως.
 Κι όλοι πήραν θάρρος και άρχισαν  να προχωρούν.
 Η κατάσταση όμως γινόταν χειρότερη
 Το σκοτάδι πυκνότερο, το δάσος σκοτεινότερο, τα τσακάλια και οι λύκοι περισσότεροι  και οι κιοτήδες πιο πολλοί.
 Και οι πνιγμένοι μέσα στο δάσος, τα παιδιά οι νέοι οι η γέροι, περισσότεροι και η ελπίδα λιγότερη
 Τότε ο Ιβάν  και η Μαρούσκια άκουσαν τα λόγια που τα είπε και ένας σύγχρονος ποιητής Έλληνας και που τον λέγαν Παλαμά
                             Όταν άλλο δεν μπορείς να κατεβείς
                                στου κακού τη σκάλα,
                             τότε θα σου ξεναγεννηθούν
                            τα φτερα τα πρωτινά σου τα μεγάλα.
 Και σαν είδε ό Ιβάν  ότι το μόνο που τους έμεινε ήταν η ελπίδα, ακούστε τι έκαμε και αν θέλετε το πιστεύετε. ‘
΄Εσκισαν κι αυτός και η Μαριούσκα το στήθος τους, έβγαλαν την καρδιά τους, έτσι λέει το παλιά παραμύθι, την σήκωσαν ψηλά, ή καρδιά τους έγινε ένα πελώριος, ένας μεγάλος ήλιος  , που φώτισε όλο το δάσος.
 Και φώτισε πρώτα τις ψυχές τους  και γεννήθηκε η ελπίδα
Κι άρχισαν να φωνάζουν ο Ιβάν και η Μαρούσκα με το σκισμένο στήθος και την καρδιά τους που έλαμπαν σαν ήλιος
 ‘Αντε αδέρφια μου.
 Άντε λεβέντες μου.
Κουράγιο, λίγο ακόμη και θα περάσουμε
 Αντε αδερφές μου, άντε μάνες και γυναίκες, κάντε κουράγιο και θα περάσουμε και φώναζαν μέχρι  τώρα και οι άρχοντες που ήταν απελπισμένοι
 Αντες λίγο ακόμη και θα βγούμε
 Και τους δίναν θάρρος και οι απλοί παπάδες που είχαν βγει μέσα από  το λαό τους και ζητούσαν τώρα τη βοήθεια του Θεού.
Μόνο οι μεγάλοι άρχοντες είχαν λιποταχτήσει και οι μεγοπαπάδες, αυτοί  κρύφτηκαν όπου μπορούσαν και άφησαν το λαό στην τύχη τους.
  Ακόμη και οι γέροι και οι ανήμποροι πήραν θάρρος και τράβηξαν μπροστά να σωθούν
  Και κανένας δεν είπε» «Ο ΣΩΖΩΝ ΕΑΥΤΟΝ ΣΩΘΕΙΤΟ» όπως θα λέγαν μερικοί σήμερα
  Και οι καρδιές  του   Ιβάν και της Μαριούσκα συνέχιζαν νας φωτίζουν

   Και πέρασαν το δάσος, ίσως όχι όλοι, ο λαός όμως πέρασε μια σώθηκε.
 Όταν όμως πέρασαν ψάχναν να βρουν τους σωτήρες τους, τον Ιβάν και την Μαριούσκα.
Δεν τους βρήκαν πουθενά
 Είχαν χαθεί μέσα στο δάσος και στο βάλτο  και μόνο μακριά έφεγγε ένα μεγάλο φως, ένας μεγάλος ήλιος
Ήταν οι καρδιές τους.
 Και πέρασαν χρόνια πολλά  και βρήκαν καλοί και κακοί άρχοντες, έβλεπε όμως μακριά ο λαός ένα φως ήταν η καρδιές του Ιβάν και της Μαριούσκα.
Τι και αν δεν ξέρουμε τώρα ακριβώς  πως τα  λέγαν τα παλικάρια ,αν  πράγματι τα λέγαν Ιβάν ή Μαριούσκα ή κάπως αλλιώς.
 Ξέρουμε ότι είχαν μεγάλη καρδιά που την έκαναν φως και έσωσαν το λαό τους
 Αυτό ήταν το ωραίο Ρωσικό παραμύθι, όπως το θυμάμαι από ένα ωραίο ρωσικό διήγημα του τέλους του περασμένου αιώνα.

                                                       Γιάννης Βακάμης

                                                     Κουκούλι 5-6-010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου